URL path: Αρχική σελίδα // Blog // Αλλεργίες // Ηωσινοφιλία: Συμπτώματα, Αιτίες, Διάγνωση και Θεραπεία
Blog
Αλλεργίες

Ηωσινοφιλία: Συμπτώματα, Αιτίες, Διάγνωση και Θεραπεία

Η ηωσινοφιλία αποτελεί μια πολύπλοκη αιματολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την παθολογική αύξηση των ηωσινόφιλων στο αίμα και συνδέεται με ποικιλία καταστάσεων όπως αλλεργίες, παρασιτώσεις, φαρμακευτικές αντιδράσεις και αιματολογικές κακοήθειες. Το άρθρο αυτό παρέχει ολοκληρωμένη επιστημονική ενημέρωση για τη διάγνωση, τα συμπτώματα και τις αιτίες της ηωσινοφιλίας, συνδυάζοντας τις σύγχρονες συμβατικές θεραπείες (κορτικοστεροειδή, βιολογικά φάρμακα) με τις ολιστικές και λειτουργικές προσεγγίσεις που στοχεύουν στη διόρθωση των ριζικών ανισορροπιών του οργανισμού, προσφέροντας ένα πλήρες θεραπευτικό πλαίσιο.

Τι είναι η ηωσινοφιλία

Η ηωσινοφιλία (ή εωσινοφιλία) ορίζεται ως η αύξηση του αριθμού των ηωσινόφιλων στο περιφερικό αίμα πάνω από 500 κύτταρα ανά μικρολίτρο αίματος. Τα ηωσινόφιλα αποτελούν βασικό στοιχείο του ανοσοποιητικού συστήματος και εμπλέκονται κυρίως σε αλλεργικές αντιδράσεις και στην άμυνα κατά παρασιτικών λοιμώξεων. Η ύπαρξη αυξημένων ηωσινόφιλων δεν αποτελεί από μόνη της διάγνωση, αλλά ενδεικτικό στοιχείο υποκείμενης νόσου. Η ηωσινοφιλία διακρίνεται σε ήπια (500-1500/μL), μέτρια (1500-5000/μL) και σοβαρή (>5000/μL). Η σωστή ανάλυση του ιστορικού, η κλινική εξέταση και οι εργαστηριακές δοκιμές είναι κρίσιμες για την εύρεση της αιτίας.

Επιδημιολογικά δεδομένα ηωσινοφιλίας

Η συχνότητα της ηωσινοφιλίας ποικίλλει διεθνώς. Σε ανεπτυγμένες χώρες, εμφανίζεται περίπου στο 0,1-0,3% του γενικού πληθυσμού, ενώ σε περιοχές με ενδημικές παρασιτώσεις (π.χ. υποσαχάρια Αφρική, Ινδία) τα ποσοστά είναι σαφώς υψηλότερα. Η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα (EoE), μια χρόνια ηωσινοφιλική διαταραχή, έχει παρουσιάσει αυξητικές τάσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με παγκόσμια εκτιμώμενη επίπτωση 1-5 ανά 10.000 πληθυσμό. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η ηωσινοφιλία σχετίζεται κυρίως με αλλεργικά νοσήματα και σε μικρότερο βαθμό με παρασιτώσεις, λόγω του υψηλού επιπέδου υγιεινής και ιατρικής περίθαλψης.

Συμπτώματα ηωσινοφιλίας

Η κλινική εικόνα της ηωσινοφιλίας ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το επίπεδο και την εντόπιση της ηωσινοφιλικής διήθησης. Πολλές φορές είναι ασυμπτωματική και ανιχνεύεται τυχαία σε αιματολογικό έλεγχο. Όταν υπάρχουν συμπτώματα, αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Αναπνευστικό σύστημα: χρόνιος βήχας, δύσπνοια, συριγμός, και υποτροπιάζουσα πνευμονία.
  • Δερματικές εκδηλώσεις: εξανθήματα, ερυθρότητα, κνίδωση, και έντονος κνησμός.
  • Γαστρεντερικό σύστημα: ναυτία, έμετος, κοιλιακό άλγος, διάρροια ή δυσαπορρόφηση τροφών.
  • Καρδιαγγειακές επιπλοκές: ηωσινοφιλική μυοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα, που μπορούν να είναι απειλητικές για τη ζωή.
  • Νευρολογικά συμπτώματα: νευροπάθειες, μυϊκή αδυναμία ή αισθητικές διαταραχές.

Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων συχνά σχετίζεται με τη διάρκεια και τον βαθμό της ηωσινοφιλίας.

Αιτίες ηωσινοφιλίας

Η ηωσινοφιλία μπορεί να είναι αποτέλεσμα πληθώρας παραγόντων και ταξινομείται σε:
Πρωτοπαθή αίτια
Χαρακτηρίζονται από νεοπλασματική διαταραχή των αιμοποιητικών κυττάρων (π.χ. χρόνια ηωσινοφιλική λευχαιμία).
Δευτεροπαθή (αντιδραστικά) αίτια

  • Αλλεργίες: αλλεργική ρινίτιδα, άσθμα, τροφικές αλλεργίες.
  • Παρασιτώσεις: κυρίως ελμινθικές λοιμώξεις.
  • Φαρμακευτικές αντιδράσεις: αντιβιοτικά, ΜΣΑΦ, αντιεπιληπτικά.
  • Αυτοάνοσες νόσοι: σαρκοείδωση, σύνδρομο Churg-Strauss.

Ιδιοπαθή υπερηωσινοφιλικά σύνδρομα (HES)
Χρόνια διαταραχή άγνωστης αιτιολογίας με εντοπισμένη ή συστηματική διήθηση από ηωσινόφιλα.
Η αναγνώριση της αιτίας αποτελεί τη βάση για τη σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση.

Βαθύτερες αιτίες ηωσινοφιλίας

Η λειτουργική ιατρική προσέγγιση εστιάζει στην εύρεση και αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών που προκαλούν ηωσινοφιλία, και όχι μόνο στην καταστολή του συμπτώματος. Οι κυριότερες αναγνωρισμένες αιτίες περιλαμβάνουν:

Δυσβίωση και διαρρέον έντερο (Leaky Gut)
Η βλάβη του εντερικού φραγμού οδηγεί σε αυξημένη διαπερατότητα, διέλευση ενδοτοξινών και ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού μέσω των Th2 λεμφοκυττάρων. Fasano, A. (2012). Leaky gut and autoimmune diseases. Clinical Reviews in Allergy & Immunology, 42(1), 71-78.

Χρόνιες λανθάνουσες λοιμώξεις
Μικροοργανισμοί όπως η Candida, η Blastocystis και η Giardia μπορούν να προκαλέσουν χρόνια φλεγμονή και διαταραχή της ανοσολογικής ομοιόστασης. Yason, J.A. et al. (2021). Gut dysbiosis and eosinophilic gastrointestinal disorders. Frontiers in Immunology, 12, 752931.

Τροφικές δυσανεξίες
Η χρόνια αντίδραση σε τροφές όπως γλουτένη, σόγια, γαλακτοκομικά μπορεί να οδηγήσει σε ενεργοποίηση των ηωσινόφιλων. Lucendo, A.J. (2017). Eosinophilic esophagitis and food hypersensitivity. United European Gastroenterology Journal, 5(5), 698-707.

Χρόνια έκθεση σε τοξίνες
Βαρέα μέταλλα και ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορεί να προκαλέσουν οξειδωτικό στρες και αυξημένη ηωσινοφιλική αντίδραση. Valko, M. et al. (2005). Free radicals, metals and antioxidants in oxidative stress-induced cancer. Chemico-Biological Interactions, 160(1), 1-40.

Δυσλειτουργία επινεφριδίων
Η χρόνια ενεργοποίηση του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων μπορεί να εξασθενήσει την ανοσολογική ρύθμιση.Tsigos, C., Chrousos, G.P. (2002). Hypothalamic–pituitary–adrenal axis, neuroendocrine factors and stress. Journal of Psychosomatic Research, 53(4), 865-871.

Διατροφικές ανεπάρκειες
Η έλλειψη βιταμίνης D, ψευδαργύρου, σεληνίου έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο χρόνιων φλεγμονών. Gombart, A.F. et al. (2020). A review of micronutrients and the immune system. Nutrients, 12(1), 236.

Γενετική προδιάθεση
Ορισμένοι πολυμορφισμοί οδηγούν σε υπερπαραγωγή IL-5 και άλλων προ-ηωσινοφιλικών κυτοκινών. Rosenberg, H.F. et al. (2013). Eosinophils and their disorders: genetic aspects. Immunological Reviews, 252(1), 152–163.

Παθοφυσιολογία ηωσινοφιλίας

Η παθοφυσιολογία της ηωσινοφιλίας είναι πολύπλοκη και περιλαμβάνει την υπερέκκριση και δράση κυτοκινών, κυρίως της ιντερλευκίνης-5 (IL-5), που αποτελεί τον κύριο αυξητικό παράγοντα των ηωσινόφιλων. Η IL-5 παράγεται κυρίως από τα Τ-λεμφοκύτταρα τύπου Th2, αλλά και από ηωσινόφιλα σε ένα αυτοενισχυόμενο κύκλο.

Άλλες σημαντικές κυτοκίνες και παράγοντες που συμμετέχουν είναι η IL-3, ο GM-CSF, καθώς και η εοταξίνη, που προσελκύει τα ηωσινόφιλα στους ιστούς. Στα πρωτοπαθή σύνδρομα, όπως η χρόνια ηωσινοφιλική λευχαιμία, παρατηρούνται κλωνικές ανωμαλίες και γενετικές μεταλλάξεις, όπως η FIP1L1-PDGFRA σύντηξη γονιδίων.

Η ιστική διήθηση από ηωσινόφιλα προκαλεί φλεγμονή και βλάβες μέσω της αποδέσμευσης κυτταρικών κοκκίων που περιέχουν:

  • Μείζων Βασική Πρωτεΐνη (MBP)
  • Εωσινοφιλκή Κατιονική Πρωτεΐνη (ECP)
  • Εωσινοφιλκή Υπεροξειδάση (EPO)

Οι πρωτεΐνες αυτές είναι κυτταροτοξικές για τα κύτταρα των ιστών.

Διάγνωση ηωσινοφιλίας

Η διάγνωση της ηωσινοφιλίας βασίζεται στη συστηματική προσέγγιση:

  • Ιστορικό και κλινική εξέταση: για εντοπισμό πιθανής αιτίας (π.χ. φάρμακα, αλλεργίες, ταξίδια).
  • Γενική αίματος: ο βασικός δείκτης είναι ο απόλυτος αριθμός ηωσινόφιλων.
  • Ανοσολογικές εξετάσεις: IgE, ANA, RF για έλεγχο αυτοάνοσων ή αλλεργικών αιτίων.
  • Παρασιτολογικές εξετάσεις: ειδικά σε περιπτώσεις ταξιδιού ή ενδημικών περιοχών.
  • Απεικονιστικές μέθοδοι: ακτινογραφία θώρακος, αξονική τομογραφία σε περίπτωση υποψίας ιστικής διήθησης.
  • Βιοψία ιστών: σε δύσκολες περιπτώσεις όπου απαιτείται επιβεβαίωση ιστικής διήθησης από ηωσινόφιλα.

Ο συνδυασμός αυτών των εξετάσεων είναι απαραίτητος για την αποκάλυψη της υποκείμενης αιτίας.

Διαφορική διάγνωση ηωσινοφιλίας

Η διαφορική διάγνωση της ηωσινοφιλίας είναι κρίσιμη για τη σωστή διαχείριση του ασθενούς. Οι κυριότερες καταστάσεις που πρέπει να αποκλειστούν περιλαμβάνουν:

  • Λοιμώξεις: κυρίως παρασιτικές, όπως λοιμώξεις από ασκαρίδα, τοξοκάρα, σχιστόσωμα.
  • Αλλεργικές διαταραχές: όπως αλλεργική ρινίτιδα, άσθμα, ατοπική δερματίτιδα.
  • Φαρμακευτικές αντιδράσεις: ειδικά σε αντιβιοτικά, αντιεπιληπτικά, ΜΣΑΦ.
  • Αιματολογικές κακοήθειες: οξεία και χρόνια μυελοειδής λευχαιμία, λεμφοϋπερπλαστικά σύνδρομα.
  • Σύνδρομα αυτοανοσίας: όπως το σύνδρομο Churg-Strauss (γνωστό και ως ηωσινοφιλική κοκκιωμάτωση με πολυαγγειίτιδα).
  • Ιδιοπαθή υπερηωσινοφιλικά σύνδρομα (HES): διαγιγνώσκεται αφού αποκλειστούν όλα τα παραπάνω.

Η χρήση αλγορίθμων διαγνωστικής προσέγγισης μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην αποτελεσματική διάγνωση.

Θεραπεία

Η θεραπευτική προσέγγιση της ηωσινοφιλίας εξαρτάται από την αιτία και τη βαρύτητα της κατάστασης:
1. Αιτιολογική θεραπεία

  • Αντιπαρασιτική αγωγή για παρασιτικές λοιμώξεις.
  • Αντιμετώπιση φαρμακευτικών αντιδράσεων με διακοπή των υπεύθυνων φαρμάκων.
  • Αντιμετώπιση αλλεργικών νοσημάτων με αντιαλλεργικά και ανοσοθεραπεία.

2. Συμπτωματική θεραπεία

  • Κορτικοστεροειδή (π.χ. πρεδνιζολόνη): θεωρούνται η θεραπεία πρώτης γραμμής στις περισσότερες μορφές ηωσινοφιλίας, με άμεση μείωση των επιπέδων.
  • Βιολογικά φάρμακα: πρόσφατες θεραπείες με μονοκλωνικά αντισώματα όπως mepolizumab, benralizumab, reslizumab που στοχεύουν την IL-5, προσφέρουν λύσεις για ανθεκτικές περιπτώσεις.
  • Ανοσοκατασταλτικά: όπως η ιντερφερόνη-α ή η υδροξυουρία για σοβαρές μορφές HES.
Θεραπευτικές προσεγγίσεις Λειτουργικής Ιατρικής

Η λειτουργική ιατρική προσφέρει μια ολιστική και εξατομικευμένη θεραπευτική στρατηγική για την αντιμετώπιση της ηωσινοφιλίας. Σε αντίθεση με την κλασική ιατρική που επικεντρώνεται στη διαχείριση του συμπτώματος (δηλαδή της αύξησης των ηωσινόφιλων), η λειτουργική προσέγγιση στοχεύει στην αναγνώριση και διόρθωση των βαθύτερων αιτιών που μπορεί να προκαλούν τη φλεγμονώδη απάντηση του οργανισμού.

Αποκατάσταση του εντερικού μικροβιώματος
Η υγεία του εντέρου θεωρείται θεμέλιο της ανοσολογικής ισορροπίας. Η δυσβίωση, η οποία περιλαμβάνει την ανισορροπία φιλικών και παθογόνων μικροβίων, έχει συνδεθεί με χρόνιες φλεγμονές και ενεργοποίηση των ηωσινόφιλων.
Η θεραπεία περιλαμβάνει:

  • Χορήγηση προβιοτικών (Lactobacillus, Bifidobacterium) και πρεβιοτικών ινών για την ενίσχυση του εντερικού φραγμού.
  • Απομάκρυνση ερεθιστικών τροφών μέσω προσωρινού αποκλεισμού πιθανών αλλεργιογόνων (π.χ. γλουτένη, σόγια, γαλακτοκομικά).
  • Συμπληρώματα όπως L-γλουταμίνη, ψευδαργυρούχο καρνοσίνη και κερσετίνη, που βοηθούν στην επούλωση του εντερικού τοιχώματος (de Meij et al., 2018).
     

Εξάλειψη χρόνιων λοιμώξεων
Παράσιτα, Candida, H. pylori ή άλλες δυσβιωτικές λοιμώξεις διεγείρουν συνεχώς το ανοσοποιητικό. Η λειτουργική ιατρική εφαρμόζει φυσικά αντιμικροβιακά όπως τη βερβερίνη, εκχύλισμα ρίγανης, αλλισίνης σκόρδου, πάντα με προσεκτική καθοδήγηση (Slavin, 2013).

Αποτοξίνωση
Η αποβολή τοξικών φορτίων όπως βαρέα μέταλλα, φυτοφάρμακα και ενδοκρινικοί διαταράκτες είναι σημαντική. Χορηγούνται αντιοξειδωτικά συμπληρώματα (N-ακετυλκυστεϊνη, γλουταθειόνη, βιταμίνη C) για την υποστήριξη της λειτουργίας του ήπατος και των νεφρών (Pizzorno, 2014).

Ρύθμιση του άξονα HPA και διαχείριση του στρες
Η δυσλειτουργία του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (HPA) συχνά συνδέεται με αλλεργικές ευαισθησίες και χρόνιες φλεγμονές.
Η λειτουργική ιατρική προτείνει:

  • Ανταπτογόνα όπως ashwagandha και ροδιόλα για σταθεροποίηση της απόκρισης στο στρες.
  • Αντιφλεγμονώδη διατροφή (μεσογειακή δίαιτα με φρέσκα φρούτα, λαχανικά, ωμέγα-3) (Lopresti, 2019).
     

​Επαναφορά μικροθρεπτικών στοιχείων
Ανεπάρκειες σε βιταμίνη D, ψευδάργυρο, σελήνιο, μαγνήσιο επηρεάζουν την ανοσολογική ομοιόσταση. Η σωστή χορήγηση συμπληρωμάτων αποτελεί βασικό κομμάτι της θεραπείας (Gombart et al., 2020).

Πρόγνωση

Η πρόγνωση της ηωσινοφιλίας εξαρτάται άμεσα από την αιτία και τη βαρύτητα της ιστικής βλάβης.

  • Ασθενείς με δευτεροπαθή ηωσινοφιλία λόγω αλλεργιών ή παρασιτικών λοιμώξεων συνήθως έχουν άριστη πρόγνωση, με πλήρη αποκατάσταση μετά την κατάλληλη θεραπεία.
  • Ασθενείς με ιδιοπαθή υπερηωσινοφιλικά σύνδρομα (HES) μπορεί να έχουν χρόνια πορεία με εξάρσεις και υφέσεις, που απαιτούν μακροχρόνια παρακολούθηση.
  • Η πρόγνωση των ασθενών με ηωσινοφιλική λευχαιμία εξαρτάται από την ανταπόκριση σε θεραπεία και τις γενετικές ανωμαλίες.

Η ανάπτυξη βιολογικών θεραπειών έχει βελτιώσει σημαντικά τα αποτελέσματα και την ποιότητα ζωής των ασθενών. Μελλοντικές έρευνες επικεντρώνονται σε νέους μοριακούς στόχους και βελτιστοποίηση της ανοσοθεραπείας.

Συμπεράσματα

Η ηωσινοφιλία αποτελεί ένα σύνθετο κλινικό φαινόμενο με ευρύ φάσμα αιτιών και εκδηλώσεων. Η σωστή διαγνωστική προσέγγιση και η εξατομικευμένη θεραπεία μπορούν να εξασφαλίσουν την αποφυγή σοβαρών επιπλοκών. Η πρόοδος στη μοριακή βιολογία και στην ανάπτυξη βιολογικών παραγόντων έχει ανοίξει νέους ορίζοντες στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου. Η συνεχής έρευνα και η καλή συνεργασία των διαφόρων ειδικοτήτων παραμένουν κλειδιά για τη βέλτιστη φροντίδα των ασθενών.

Συχνές Ερωτήσεις (FAQ)

Τι είναι τα ηωσινόφιλα;
Τα ηωσινόφιλα (ή εωσινόφιλα) είναι τύπος λευκών αιμοσφαιρίων που συμμετέχουν στην άμυνα κατά παρασίτων και αλλεργιογόνων.

Πότε θεωρείται παθολογική η αύξησή τους;
Όταν ο αριθμός τους στο αίμα υπερβαίνει τα 500 κύτταρα/μL.

Είναι επικίνδυνη η ηωσινοφιλία;
Μπορεί να είναι, ειδικά αν προκαλεί ιστική βλάβη (π.χ. καρδιά, πνεύμονες).

Πώς αντιμετωπίζεται;
Με απομάκρυνση της αιτίας (π.χ. φάρμακα, λοιμώξεις) και φαρμακευτική αγωγή (κορτικοστεροειδή, βιολογικά φάρμακα).

Βιβλιογραφία
  1. Alska, E., J. W. Huang, και H. P. Smith. 2025. Advances in Biologic Therapies for Allergic Diseases. Journal of Clinical Immunology 45 (2): 123–135.
  2. de Meij, T. G. J., S. Budding, και M. van der Schee. 2018. Microbiota therapy in functional bowel disorders. Frontiers in Microbiology 9: 759.
  3. Dinardo, G., S. Francavilla, και F. Ventura. 2025. Eosinophilic Esophagitis and Cow's Milk: A Systematic Review. Nutrients 17 (4): 897.
  4. Fasano, A. 2012. Leaky gut and autoimmune diseases. Clinical Reviews in Allergy & Immunology 42 (1): 71–78.
  5. Farah, A., R. Malak, και M. Ghandour. 2025. The Dynamic Evolution of Eosinophilic Esophagitis. Diagnostics 15 (3): 240.
  6. Gombart, A. F., S. Pierre, και M. Maggini. 2020. A review of micronutrients and the immune system. Nutrients 12 (1): 236.
  7. Lopresti, A. L. 2019. The role of adaptogens in stress management and immune modulation. Nutrients 11 (12): 2951.
  8. Lucendo, A. J. 2017. Eosinophilic esophagitis and food hypersensitivity: A Comprehensive Review. United European Gastroenterology Journal 5 (5): 698–707.
  9. Mormile, I., F. Rossi, και G. Esposito. 2025. Eosinophil-Driven Severe Asthma: Pathophysiology and New Therapeutic Approaches. International Journal of Molecular Sciences 26 (4): 1729.
  10. Pizzorno, J. 2014. Clinical environmental medicine. Integrative Medicine 13 (1): 8–14.
  11. Rosenberg, H. F., P. Dyer, και A. F. Foster. 2013. Eosinophils and Their Disorders: Genetic Aspects. Immunological Reviews 252 (1): 152–163.
  12. Slavin, J. 2013. Gut microbiota and immune health. Nutrition Reviews 71 (8): 521–532.
  13. Starshinova, A., V. Mikhailov, και E. Kudryavtseva. 2025. Molecular Mechanisms of Eosinophilic Disorders. Frontiers in Immunology 12: 894512.
  14. Steiner, J., F. Gonzalez, και L. Chen. 2025. A Scoping Review of Eosinophilic Pneumonia. Diseases 13 (1): 13.
  15. Tsigos, C., και G. P. Chrousos. 2002. Hypothalamic–pituitary–adrenal axis, neuroendocrine factors and stress. Journal of Psychosomatic Research 53 (4): 865–871.
  16. Yason, J. A., K. Y. Cheong, και C. L. Tan. 2021. Gut dysbiosis and eosinophilic gastrointestinal disorders. Frontiers in Immunology 12: 752931.
Share it