Η α-μαννοσίδωση είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που εμπίπτει στην κατηγορία των λυσοσωμικών ασθενειών αποθήκευσης. Προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο MAN2B1, οδηγώντας σε ανεπάρκεια του ενζύμου α-μαννοσιδάση. Αυτό το ένζυμο είναι απαραίτητο για τη διάσπαση σύνθετων μορίων σακχάρων μέσα στα λυσοσώματα των κυττάρων.
Ο γενετικός έλεγχος της α-μαννοσίδωσης συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Βασικά χαρακτηριστικά της άλφα-μαννοσίδωσης περιλαμβάνουν:
- Ανεπάρκεια ενζύμων: Η άλφα-μαννοσίδωση προκύπτει από ανεπάρκεια του ενζύμου άλφα-μαννοσιδάση, το οποίο συμμετέχει στη διάσπαση των γλυκοπρωτεϊνών.
- Συσσώρευση ολιγοσακχαριτών που περιέχουν μαννόζη: Λόγω ανεπάρκειας ενζύμων, ολιγοσακχαρίτες που περιέχουν μαννόζη συσσωρεύονται μέσα στα λυσοσώματα των κυττάρων, οδηγώντας σε κυτταρική δυσλειτουργία και βλάβη.
- Γνωστική εξασθένηση: Τα άτομα με άλφα-μαννοσίδωση μπορεί να εμφανίσουν διανοητική αναπηρία, καθυστερημένη ανάπτυξη και προοδευτική γνωστική εξασθένηση.
- Σωματικές ανωμαλίες: Τα χαρακτηριστικά του προσώπου μπορεί να είναι αδρά, με χονδροειδή χαρακτηριστικά προσώπου, προεξέχουσα γνάθο και μεγάλη γλώσσα. Σκελετικές ανωμαλίες, απώλεια ακοής και μυϊκή αδυναμία μπορεί επίσης να υπάρχουν.
- Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος: Τα άτομα με άλφα-μαννοσίδωση μπορεί να έχουν αυξημένη ευαισθησία σε λοιμώξεις λόγω των επιπτώσεων στο ανοσοποιητικό σύστημα.
- Σοβαρότητα της νόσου: Η σοβαρότητα της άλφα-μαννοσίδωσης μπορεί να ποικίλει ευρέως. Μερικοί ασθενείς μπορεί να έχουν μια ηπιότερη μορφή με αργοπορημένη έναρξη και βραδύτερη εξέλιξη, ενώ άλλοι μπορεί να εμφανίσουν πιο σοβαρά συμπτώματα από νεαρή ηλικία.
- Κληρονομικότητα: Η άλφα-μαννοσίδωση κληρονομείται με αυτοσωματικό υπολειπόμενο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο πρέπει να κληρονομήσει δύο αντίγραφα του μεταλλαγμένου γονιδίου (ένα από κάθε γονέα) για να εκδηλώσει τη διαταραχή.
- Διαχείριση και θεραπεία: Επί του παρόντος δεν υπάρχει θεραπεία για την άλφα-μαννοσίδωση. Η διαχείριση επικεντρώνεται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και στην παροχή υποστηρικτικής φροντίδας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει φυσικοθεραπεία, λογοθεραπεία και παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων επιπλοκών. Λόγω της σπανιότητας και της πολυπλοκότητας της άλφα-μαννοσίδωσης, μια διεπιστημονική προσέγγιση που περιλαμβάνει επαγγελματίες υγείας από διάφορες ειδικότητες είναι συχνά απαραίτητη για την παροχή ολοκληρωμένης φροντίδας και υποστήριξης στα προσβεβλημένα άτομα και τις οικογένειές τους.
- Γενετική συμβουλευτική: Η γενετική συμβουλευτική είναι απαραίτητη για τις οικογένειες που πάσχουν από άλφα-μαννοσίδωση για να κατανοήσουν το πρότυπο κληρονομικότητας και να αξιολογήσουν τον κίνδυνο για τις μελλοντικές γενιές.
Η διάγνωση περιλαμβάνει εξετάσεις ελέγχου της ενζυμικής δραστηριότητας και γενετικές εξετάσεις για την επιβεβαίωση της ανεπάρκειας της άλφα-μαννοσιδάσης και τον εντοπισμό μεταλλάξεων στο γονίδιο MAN2B1.
Η μελέτη των Riise Stensland et al. έδειξε ότι οι πιο κοινές παθογόνες παραλλαγές της άλφα-μαννοσίδωσης είναι c.2248C>T (p.Arg750Trp), c.1830+1G>C και c.2426T>C (p.Leu809Pro) που αντιπροσωπεύουν περίπου το 27%, 5% και 3% των αλληλόμορφων της νόσου, αντίστοιχα. Αυτές οι μεταλλάξεις καταστέλλουν τη δραστηριότητα του γονιδίου MAN2B1, το οποίο κωδικοποιεί τη λυσοσωμική άλφα-μαννοσιδάση επειδή οδηγούν στο σχηματισμό μη λειτουργικών πρωτεϊνών.
Η βάση δεδομένων ClinVar απαριθμεί περίπου 120 παθογόνες μεταλλάξεις στο MAN2B1. Άλλες μεταλλάξεις που μπορούν να προκαλέσουν την νόσο έχουν επίσης περιγραφεί, όπως μεγάλες διαγραφές στην αλληλουχία του MAN2B1 που δεν μπορούν να ανιχνευθούν με την τεχνική που χρησιμοποιείται στον συγκεκριμένο έλεγχο.
Ο Γενετικός Έλεγχος της Άλφα-Μαννοσίδωσης αναλύει τις 6 συχνότερες παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου MAN2B1.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις του γονιδίου που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στο προς έλεγχο γονίδιο και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).