URL path: Αρχική σελίδα // Ανεπάρκεια 3-Υδροξυακυλο-CoA Αφυδρογονάσης Λιπαρών Οξέων Μακράς Αλύσου, Γενετικός Έλεγχος

Ανεπάρκεια 3-Υδροξυακυλο-CoA Αφυδρογονάσης Λιπαρών Οξέων Μακράς Αλύσου, Γενετικός Έλεγχος

Η ανεπάρκεια της 3-υδροξυακυλο-CoA αφυδρογονάσης λιπαρών οξέων μακράς αλύσου (LCHADD) είναι μια σπάνια κληρονομική διαταραχή του μεταβολισμού που επηρεάζει τη διάσπαση των λιπών για ενέργεια. Ταξινομείται ως διαταραχή οξείδωσης λιπαρών οξέων. Η ανεπάρκεια LCHAD προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο HADHA, το οποίο παρέχει οδηγίες για την παραγωγή του ενζύμου αφυδρογονάσης 3-υδροξυακυλο-CoA μακράς αλυσίδας. Το LCHADD είναι μια σπάνια ασθένεια με επιπολασμό περίπου μία περίπτωση ανά 250.000 πληθυσμού.

Ο γενετικός έλεγχος της ανεπάρκειας της 3-υδροξυακυλο-CoA αφυδρογονάσης λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας (LCHADD) συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).

Τα βασικά χαρακτηριστικά της ανεπάρκειας 3-υδροξυακυλο-CoA αφυδρογονάσης λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας περιλαμβάνουν:

  • Διαταραχή του μεταβολισμού του λίπους: Τα άτομα με ανεπάρκεια LCHAD δυσκολεύονται να μετατρέψουν τα λιπαρά οξέα μακράς αλυσίδας σε ενέργεια. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συσσώρευση ορισμένων μεταβολιτών των λιπαρών οξέων στο σώμα.
  • Έναρξη συμπτωμάτων: Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας LCHAD συχνά γίνονται εμφανή σε περιόδους νηστείας ή κάποιας ασθένειας όταν το σώμα απαιτεί αυξημένη ενέργεια από τον μεταβολισμό του λίπους.
  • Υπογλυκαιμία: Η μειωμένη διάσπαση των λιπαρών οξέων μπορεί να οδηγήσει σε υπογλυκαιμία (χαμηλό σάκχαρο στο αίμα) κατά τις περιόδους νηστείας, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως αδυναμία, λήθαργο και επιληπτικές κρίσεις.
  • Μυοκαρδιοπάθεια: Η ανεπάρκεια LCHAD μπορεί να επηρεάσει τους καρδιακούς μυς, οδηγώντας σε μυοκαρδιοπάθεια, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από εξασθενημένη καρδιακή λειτουργία.
  • Συμμετοχή του ήπατος: Άτομα με ανεπάρκεια LCHAD μπορεί να εμφανίσουν ηπατικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της ηπατομεγαλίας (μεγέθυνση του ήπατος) και της ηπατικής δυσλειτουργίας.
  • Μυϊκή αδυναμία: Μυϊκή αδυναμία και πόνος μπορεί να εμφανιστούν λόγω της αδυναμίας αποτελεσματικής χρήσης των λιπαρών οξέων ως πηγή ενέργειας.
  • Ανωμαλίες αμφιβληστροειδούς: Ορισμένοι ασθενείς με ανεπάρκεια LCHAD μπορεί να αναπτύξουν ανωμαλίες του αμφιβληστροειδούς, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε έκπτωση της όρασης.
  • Ραβδομυόλυση: Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να συμβεί διάσπαση του μυϊκού ιστού (ραβδομυόλυση), απελευθερώνοντας μυϊκές πρωτεΐνες στην κυκλοφορία του αίματος και πιθανώς να οδηγήσει σε νεφρική βλάβη.

Η διάγνωση της ανεπάρκειας LCHAD περιλαμβάνει βιοχημικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης συγκεκριμένων μεταβολιτών στο αίμα και τα ούρα. Ο γενετικός έλεγχος μπορεί να επιβεβαιώσει την παρουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο HADHA.

Η διαχείριση της ανεπάρκειας LCHAD περιλαμβάνει διαιτητικές παρεμβάσεις για την αποφυγή παρατεταμένης νηστείας και τη διασφάλιση της κατάλληλης ισορροπίας των θρεπτικών συστατικών. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει συχνά γεύματα, αποφυγή ορισμένων λιπαρών και συμπληρώματα με συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθούν εξειδικευμένες ιατρικές φόρμουλες.

Η τακτική παρακολούθηση των μεταβολικών παραμέτρων, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και του προφίλ των λιπαρών οξέων, είναι απαραίτητη για τη διαχείριση της ανεπάρκειας LCHAD. Η θεραπεία μπορεί επίσης να περιλαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα για συγκεκριμένα συμπτώματα, όπως τη μυοκαρδιοπάθεια ή την ηπατική δυσλειτουργία.

Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων σε άτομα με ανεπάρκεια LCHAD. Η γενετική συμβουλευτική είναι σημαντική για τα άτομα που επηρεάζονται και τις οικογένειές τους προκειμένου να κατανοήσουν τον τρόπο κληρονομικότητας και να αξιολογήσουν τον κίνδυνο να αποκτήσουν προσβεβλημένα παιδιά.

Περισσότερες Πληροφορίες

Το γονίδιο HADHA (αφυδρογονάσης υδροξυακυλο-CoA τριλειτουργικής πολυενζυμικής υπομονάδας άλφα) παράγει το μιτοχονδριακό τριλειτουργικό ένζυμο που εμπλέκεται στα τρία τελευταία στάδια της οδού της β-οξείδωσης των μιτοχονδρίων. Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο HADHA έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση LCHADD.

Η μετάλλαξη c.1528G>C (p.Glu510Gln; E510Q) έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με LCHADD σε ομόζυγη κατάσταση και σε σύνθετη ετεροζυγωτία (ένα αντίγραφο της παραλλαγής c.1528G>C με ένα άλλο αντίγραφο διαφορετικής παθογόνου παραλλαγής το ίδιο γονίδιο HADHA). Η c.1528 G>C θεωρείται η κύρια μετάλλαξη που προκαλεί νόσο και μειώνει σημαντικά τη δραστηριότητα του τριλειτουργικού ενζύμου. Η συχνότητα του μεταλλαγμένου αλληλόμορφου σε μη Φινλανδούς Ευρωπαίους είναι 0.0016 και αποτελεί το 91% των ελαττωματικών αλληλόμορφων του γονιδίου HADHA.

Η παραλλαγή c.180+3A>G (p.Thr37SerfsX6) έχει επίσης βρεθεί σε ορισμένους ασθενείς με LCHADD, κυρίως σε σύνθετη ετεροζυγωτία. Η c.180+3A>G επηρεάζει μια θέση διάσπασης και ματίσματος του mRNA του γονιδίου HADHA, δημιουργώντας διαγραφή του εξονίου 3 και πρόωρο κωδικόνιο λήξης. Η συχνότητα του μεταλλαγμένου αλληλόμορφου του c.180+3A>G στους μη Φινλανδούς Ευρωπαίους είναι 0.00023.

Ο γενετικός έλεγχος της ανεπάρκειας της αφυδρογονάσης 3-υδροξυακυλο-CoA λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας αναλύει τις 6 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου HADHA.

Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it