Ο έλεγχος των IgM αντισωμάτων έναντι της Αννεξίνης V, μιας εξαρτώμενης από ασβέστιο πρωτεΐνης δέσμευσης φωσφολιπιδίων που συμμετέχει σε κρίσιμες φυσιολογικές διεργασίες όπως η απόπτωση και η πήξη του αίματος, χρησιμοποιείται στη διερεύνηση θρομβωτικών διαταραχών, αυτοάνοσων καταστάσεων και καθ’έξιν αποβολών.
Η αννεξίνη V είναι μια πρωτεΐνη δέσμευσης φωσφολιπιδίων που είναι σημαντική για την κυτταρική ομοιόσταση, ιδιαίτερα τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο (απόπτωση) και αντιθρομβωτικές διεργασίες. Συνδέεται με υψηλή συγγένεια με τη φωσφατιδυλοσερίνη, ένα φωσφολιπίδιο που εξωτερικεύεται στην επιφάνεια των αποπτωτικών κυττάρων. Μέσω αυτής της δέσμευσης, η αννεξίνη V σχηματίζει μια προστατευτική ασπίδα πάνω από αυτά τα φωσφολιπίδια, εμποδίζοντας αποτελεσματικά την ενεργοποίηση του καταρράκτη πήξης. Τα αυτοαντισώματα έναντι της αννεξίνης V διαταράσσουν αυτή την προστατευτική λειτουργία, εκθέτοντας τα φωσφολιπίδια σε κυκλοφορούντες παράγοντες πήξης και οδηγώντας σε μια κατάσταση αυξημένης πηκτικότητας του αίματος .
Όταν υπάρχουν αυτοαντισώματα IgM έναντι της αννεξίνης V, μπορούν να συνδεθούν με την πρωτεΐνη και να εξουδετερώσουν τη λειτουργία της, οδηγώντας στην έκθεση των ανιονικών φωσφολιπιδίων και αυξημένη παραγωγή θρομβίνης. Η απώλεια της αντιπηκτικής προστασίας στη συνέχεια προάγει ένα προθρομβωτικό περιβάλλον, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, εγκεφαλικό επεισόδιο ή άλλα αγγειακά προβλήματα.
Τα IgM αντισώματα έναντι της αννεξίνης V έχουν βρεθεί σε ορισμένους ασθενείς με αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο (APS), μια αυτοάνοση διαταραχή που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες θρομβώσεις στο αρτηριακό ή φλεβικό δίκτυο και επιπλοκές της εγκυμοσύνης. Παρόλο που τα αντισώματα έναντι της β2-γλυκοπρωτεΐνης Ι και το αντιπηκτικό λύκου είναι οι κύριοι δείκτες για το APS, τα αντισώματα έναντι της αννεξίνης V θεωρούνται ως πρόσθετος παράγοντας κινδύνου. Η ανίχνευση αυτών των αντισωμάτων μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό οροαρνητικών περιπτώσεων ή ασθενών με ασυνήθιστα κλινικά σημεία. Επιπλέον, έχουν παρατηρηθεί υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων έναντι της αννεξίνης V στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (ΣΕΛ) και σε άλλες συστηματικές αυτοάνοσες ασθένειες, όπου μπορεί να παίζουν ρόλο στην αγγειακή φλεγμονή και βλάβη στο ενδοθήλιο των αιμοφόρων αγγείων.