Η μέτρηση της γαλακτομαννάνης του Ασπεργίλλου στον ορό του αίματος χρησιμοποιείται στη διάγνωση της εν τω βάθει ασπεργίλλωσης καθώς και την παρακολούθηση της θεραπείας της.
Η εν τω βάθει ασπεργίλλωση είναι μια σοβαρή λοίμωξη που εμφανίζεται σε ασθενείς με ουδετεροπενία μετά από μεταμόσχευση ή υπό ανοσοκατασταλτική θεραπεία. Η εν τω βάθει ασπεργίλλωση έχει εξαιρετικά υψηλό ποσοστό θνησιμότητας και ταχείας εξέλιξης της λοίμωξης. Περίπου το 30% των περιπτώσεων παραμένουν αδιάγνωστες και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία.
Η οριστική διάγνωση της ασπεργίλλωσης απαιτεί θετικές βιοψίες ή μικροβιολογικές καλλιέργειες. Ωστόσο, επειδή αφενός οι βιοψίες είναι δύσκολο να ληφθούν και αφετέρου η ευαισθησία των καλλιεργειών είναι γενικά χαμηλή, η διάγνωση συχνά βασίζεται σε μη ειδικά κλινικά συμπτώματα (ανεξήγητο πυρετό, βήχας, θωρακικό άλγος, δύσπνοια) σε συνδυασμό με ακτινολογικά στοιχεία (αξονική τομογραφία). Η οριστική διάγνωση συχνά γίνεται αργά.
Η ανίχνευση της γαλακτομαννάνης στον ορό, ενός μορίου που βρίσκεται στο κυτταρικό τοίχωμα του Aspergillus, μπορεί να ανιχνευθεί κατά μέσο όρο 7 έως 14 ημέρες πριν γίνουν ορατά άλλα σημεία ενδεικτικά της νόσου. Η μέτρηση της γαλακτομαννάνης του Ασπέργιλλου στον ορό μπορεί να επιτρέψει την έναρξη προληπτικής αντιμυκητιασικής θεραπείας πριν η λοίμωξη γίνει απειλητική για τη ζωή.