URL path: Αρχική σελίδα // Babesia sp., Μοριακή Ανίχνευση

Babesia sp., Μοριακή Ανίχνευση

Ο μοριακός προσδιορισμός για τα είδη Babesia χρησιμοποιείται για την εργαστηριακή τεκμηρίωση της μπαμπεσίωσης.

Η Babesia είναι ένα γένος παρασιτικών πρωτόζωων που μολύνει τα ερυθρά αιμοσφαίρια των θηλαστικών, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων. Αυτά τα παράσιτα είναι υπεύθυνα για μια ασθένεια γνωστή ως μπαμπεσίωση, η οποία μοιάζει σε ορισμένα σημεία με την ελονοσία.

Η Babesia είναι ένα γένος του φύλου Apicomplexa, στο οποίο ανήκουν μονοκύτταρα παράσιτα και περιλαμβάνει και άλλα γνωστά παράσιτα όπως το Plasmodium (αιτιολογικός παράγοντας της ελονοσίας) και το Τοξόπλασμα. Τα παράσιτα Babesia μεταδίδονται κυρίως σε ανθρώπους και άλλα ζώα μέσω του τσιμπήματος μολυσμένων κροτώνων (τσιμπούρια). Το πιο κοινό είδος τσιμπουριού που είναι υπεύθυνο για τη μετάδοση του Babesia στον άνθρωπο στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Ixodes scapularis και στην Ευρώπη το είδος Ixodes ricinus. Η μπαμπεσίωση μια νόσος που μεταδίδεται με κρότωνες. Από τα είδη που μολύνουν τον άνθρωπο, η Babesia microti είναι το πιο κοινό στην Αμερική, ενώ η Babesia divergens είναι το κυρίαρχο στέλεχος στην Ευρώπη. Τα παράσιτα Babesia μπορούν να μολύνουν διάφορα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των ζώων φάρμας, των άγριων και των κατοικίδιων ζώων, αλλά συνδέονται συχνότερα με θηλαστικά όπως τα βοοειδή, οι σκύλοι και ανθρώπους.

Η μπαμπεσίωση στους ανθρώπους μπορεί να προκαλέσει μια σειρά συμπτωμάτων, όπως πυρετό, ρίγη, κόπωση, μυϊκούς πόνους και ίκτερο (κιτρίνισμα του δέρματος και των ματιών). Σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αιμολυτική αναιμία, η οποία προκαλείται από την καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το είδος της Babesia που εμπλέκεται και την συνολική υγεία του ατόμου.

Η διάγνωση της μπαμπέσιωσης γίνεται συνήθως εξετάζοντας ένα επίχρισμα αίματος κάτω από το μικροσκόπιο, όπου τα παράσιτα μπορούν να παρατηρηθούν μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Μοριακές τεχνικές όπως η PCR μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν, ως μια γρήγορη και ακριβής μέθοδος για τον εντοπισμό της παρουσίας του γενετικού υλικού του παρασίτου.

Η θεραπεία της μπεμπέσιωσης συχνά περιλαμβάνει φάρμακα όπως αντιπαρασιτικά φάρμακα (π.χ. ατοβακόνη και αζιθρομυκίνη) ή συνδυασμό αντιβιοτικών και αντιπαρασιτικών φαρμάκων. Σοβαρότερες περιπτώσεις μπορεί να απαιτούν νοσηλεία και μεταγγίσεις αίματος.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it