URL path: Αρχική σελίδα // Δεσμευτική Πρωτεΐνη 3 του Ινσουλινόμορφου Αυξητικού Παράγοντα (IGFBP-3)

Δεσμευτική Πρωτεΐνη 3 του Ινσουλινόμορφου Αυξητικού Παράγοντα (IGFBP-3)

Η μέτρηση του IGFBP-3 χρησιμοποιείται στη διάγνωση και στην παρακολούθηση διαταραχών της ανάπτυξης όπως της ακρομεγαλίας και του γιγαντισμού, στη διάγνωση της ανεπάρκειας της αυξητικής ορμόνης στους ενήλικες και στην παρακολούθηση της θεραπείας με ανασυνδυασμένη ανθρώπινη αυξητική ορμόνη.

Η δεσμευτική πρωτεΐνη 3 του ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα (Insulin-Like Growth Factor-Binding Protein 3, IGFBP-3) είναι ένα πεπτίδιο 264 αμινοξέων που παράγεται από το ήπαρ. Είναι η πιο άφθονη πρωτεΐνη από την ομάδα των IGFBP που μεταφέρει και ελέγχει τη βιοδιαθεσιμότητα και τον χρόνο ημίσειας ζωής των ινσουλινόμορφων αυξητικών παραγόντων (IGF), ιδιαίτερα του IGF-1, του κύριου μεσολαβητή των αυξητικών και αναβολικών δράσεων της αυξητικής ορμόνης (GH).

Οι τρόποι σύνθεσης και έκκρισης του IGFBP-3 και του IGF-1 μοιάζουν μεταξύ τους και ελέγχονται κυρίως από την αυξητική ορμόνη. Σε αντίθεση με την έκκριση της αυξητικής ορμόνης, η οποία είναι κατά ώσεις και παρουσιάζει σημαντική ημερήσια διακύμανση, τα επίπεδα των IGFBP-3 και IGF-1 εμφανίζουν μικρές μόνο διακυμάνσεις. Έτσι, η μέτρηση των επίπεδων των IGFBP-3 και IGF-1 στον ορό, αντιπροσωπεύει μια σταθερή και ολοκληρωμένη μέτρηση της παραγωγής και της αποτελεσματικότητας της δράσης της αυξητικής ορμόνης στους ιστούς.

Χαμηλά επίπεδα IGFBP-3 και IGF-1 παρατηρούνται σε ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης ή σε αντίσταση στην αυξητική ορμόνη. Εάν τα χαμηλά επίπεδα συμβούν κατά την παιδική ηλικία, έχουν σαν αποτέλεσμα το χαμηλό ανάστημα. Η ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης στην παιδική ηλικία μπορεί να είναι μια μεμονωμένη ανωμαλία ή να σχετίζεται με ανεπάρκειες και άλλων ορμονών της υπόφυσης. Ορισμένες από τις τελευταίες περιπτώσεις μπορεί να οφείλονται σε όγκους υπόφυσης ή του υποθαλάμου ή να είναι αποτέλεσμα ακτινοβολίας ή χημειοθεραπείας για κακοήθειες. Οι περισσότερες περιπτώσεις αντίστασης στην αυξητική ορμόνη στην παιδική ηλικία είναι ήπιες έως μέτριες, με αιτίες που κυμαίνονται από κακή διατροφή μέχρι σοβαρή συστηματική νόσο (π.χ. νεφρική ανεπάρκεια). Αυτά τα παιδιά μπορεί να έχουν επίπεδα IGF-1 και IGFBP-3 εντός φυσιολογικών ορίων. Η σοβαρή αντίσταση στην αυξητική ορμόνη στην παιδική ηλικία είναι σπάνια και συνήθως οφείλεται σε ελαττώματα του υποδοχέα της αυξητικής ορμόνης. Τόσο η ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης όσο και η ήπια έως μέτρια αντίσταση στην αυξητική ορμόνη μπορούν να αντιμετωπιστούν με χορήγηση ανασυνδυασμένης ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης (rhGH). Η συχνότητα και οι αιτίες της αντίστασης στην αυξητική ορμόνη στους ενήλικες δεν είναι γνωστά, αλλά η ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης στου ενήλικες παρατηρείται κυρίως σε ασθενείς με όγκους της υπόφυσης. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με μειωμένο όγκο μυών και αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα.

Τα αυξημένα επίπεδα IGFBP-3 και IGF-1 στον ορό παρατηρούνται σε παρατεταμένη υπερπαραγωγή της αυξητικής ορμόνης ή σε υπερβολική θεραπεία με rhGH. Η περίσσεια ενδογενούς αυξητικής ορμόνης προκαλείται κυρίως από αδενώματα της υπόφυσης που εκκρίνουν GH, οδηγώντας σε γιγαντισμό, εάν συμβούν πριν το κλείσιμο των επιφύσεων και σε ακρομεγαλία εάν συμβούν μετά το κλείσιμο των επιφύσεων. Και οι δύο καταστάσεις σχετίζονται με γενικευμένη οργανομεγαλία, υπέρταση, διαβήτη, καρδιομυοπάθεια, οστεοαρθρίτιδα, νευροπάθειες, αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνων και μειωμένη μακροβιότητα.

Η μέτρηση του IGF-1 έχει αποδειχθεί ότι έχει μεγαλύτερη διαγνωστική ευαισθησία και ειδικότητα σε σύγκριση με την μέτρηση του IGFBP-3. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος του IGFBP-3 θα πρέπει να συνδυάζεται με τον έλεγχο του IGF-1. Ο συνδυασμός των μετρήσεων IGF-1 και IGFBP-3 είναι καλύτερος από την μεμονωμένη μέτρηση του κάθε παράγοντα, στη διάγνωση της ανεπάρκειας και την αντίστασης στην αυξητική ορμόνη (GH) και στην παρακολούθηση της θεραπείας με ανασυνδυασμένη ανθρώπινη GH. Αντίθετα, στη διάγνωση και στην παρακολούθηση της ακρομεγαλίας και του γιγαντισμού, η μέτρηση του IGFBP-3 προσθέτει ελάχιστα στη μέτρηση του IGF-1.

 

 

Σημαντική Σημείωση

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.

Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it