Η μέτρηση της γλυφοσάτης στα ούρα χρησιμοποιείται για τον έλεγχο ασθενών με πιθανή έκθεση στο ζιζανιοκτόνο μέσω διαιτητικών ή περιβαλλοντικών πηγών.
Η γλυφοσάτη, ένα ζιζανιοκτόνο ευρέος φάσματος, είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα γεωργικά χημικά στον κόσμο. Εφαρμόζεται κυρίως για τον έλεγχο των ζιζανίων και την ενίσχυση της απόδοσης των καλλιεργειών και χρησιμοποιείται τόσο στη συμβατική γεωργία όσο και στην καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Ο μηχανισμός δράσης της γλυφοσάτης βασίζεται στην αναστολή της οδού του σικιμικού οξέος, η οποία είναι σημαντική για την ανάπτυξη των φυτών, αλλά απουσιάζει στα ζώα. Αυτή η οδός είναι υπεύθυνη για τη βιοσύνθεση των απαραίτητων αρωματικών αμινοξέων σε φυτά, μύκητες και ορισμένα βακτήρια. Η διακοπή αυτής της διαδικασίας οδηγεί στο θάνατο του φυτού, καθιστώντας τη γλυφοσάτη ένα αποτελεσματικό εργαλείο στη διαχείριση των ζιζανίων.
Ωστόσο, η ευρεία χρήση της γλυφοσάτης έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Ίχνη γλυφοσάτης έχουν βρεθεί σε προϊόντα διατροφής, στο πόσιμο νερό, ακόμη και σε ανθρώπινα βιολογικά δείγματα όπως τα ούρα. Αυτό έχει προκαλέσει επιστημονικές έρευνες σχετικά με την ασφάλειά της, ειδικά όσον αφορά τη μακροχρόνια έκθεση. Υπάρχει συνεχής συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με την πιθανή σχέση μεταξύ της γλυφοσάτης και διαφόρων ζητημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, των ενδοκρινικών διαταραχών και της ηπατικής και νεφρικής βλάβης. Το 2015, ο Διεθνής Οργανισμός Έρευνας για τον Καρκίνο (International Agency for Research on Cancer, IARC) ταξινόμησε τη γλυφοσάτη ως «πιθανώς καρκινογόνο για τον άνθρωπο» (Ομάδα 2Α). Ωστόσο, άλλοι ρυθμιστικοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) και η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (EPA), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι απίθανο να αποτελεί κίνδυνο καρκινογένεσης στα συνηθισμένα επίπεδα έκθεσης.
Η έκθεση στη γλυφοσάτη έχει συνδεθεί με μια σειρά κλινικών σημείων και συμπτωμάτων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις οξείας έκθεσης ή χρόνιας έκθεσης χαμηλού επιπέδου. Η οξεία έκθεση στη γλυφοσάτη συμβαίνει συνήθως μέσω εισπνοής, κατάποσης ή άμεσης επαφής με το δέρμα ή τους βλεννογόνους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν ερεθισμό των ματιών και του δέρματος, γαστρεντερική δυσφορία (όπως ναυτία, έμετο και διάρροια) και αναπνευστικά προβλήματα όπως ερεθισμό του λάρυγγα ή δύσπνοια. Η δερματική έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε εξανθήματα, αίσθημα καύσου και φουσκάλες, ιδιαίτερα σε ευαίσθητα άτομα. Η οξεία, υψηλού επιπέδου έκθεση, συχνά από ατυχήματα ή σκόπιμη κατάποση, μπορεί να οδηγήσει σε πιο σοβαρά συμπτώματα, όπως υπόταση, νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία και σε σπάνιες περιπτώσεις, θάνατο. Η χρόνια έκθεση χαμηλού επιπέδου στη γλυφοσάτη προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία στον γενικό πληθυσμό, κυρίως λόγω της εκτεταμένης παρουσίας της στα τρόφιμα και το νερό. Ένα από τα πιο συζητημένα πιθανά αποτελέσματα της μακροχρόνιας έκθεσης είναι η πιθανή συσχέτιση μεταξύ της γλυφοσάτης και διαφόρων χρόνιων παθολογικών καταστάσεων.
Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι η χρόνια έκθεση θα μπορούσε να συμβάλει σε ενδοκρινικές διαταραχές, οδηγώντας σε ορμονικές ανισορροπίες που ρυθμίζουν το μεταβολισμό, την ανάπτυξη και τις αναπαραγωγικές λειτουργίες. Οι ενδοκρινικές διαταραχές μπορεί να εκδηλωθούν ως ανεξήγητη αύξηση ή απώλεια βάρους, κόπωση, αναπαραγωγικά προβλήματα ή αλλαγές στον έμμηνο κύκλο.
Υπάρχουν επίσης στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η χρόνια έκθεση στη γλυφοσάτη μπορεί να επηρεάσει το μικροβίωμα του εντέρου, την κοινότητα των βακτηρίων που ζουν στο πεπτικό σύστημα. Δεδομένου ότι η οδός του σικιμικού οξέος, την οποία αναστέλλει η γλυφοσάτη, υπάρχει στα βακτήρια, ορισμένοι ερευνητές υποθέτουν ότι η γλυφοσάτη θα μπορούσε να βλάψει τα ευεργετικά βακτήρια του εντέρου. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλει σε γαστρεντερικά προβλήματα όπως τη δυσβίωση (ανισορροπία του εντερικού μικροβιώματος), η οποία έχει συνδεθεί με καταστάσεις όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS), τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (IBD), ακόμη και μεταβολικές διαταραχές. Τα άτομα με χρόνια έκθεση στη γλυφοσάτη μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα όπως φούσκωμα, αέρια, κοιλιακό άλγος ή ακανόνιστη λειτουργία του εντέρου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πιθανή σχέση μεταξύ της έκθεσης στη γλυφοσάτη και του καρκίνου. Ενώ τα δεδομένα εξακολουθούν να είναι ασαφή, η ταξινόμηση της γλυφοσάτης ως «πιθανού καρκινογόνου» από το Διεθνές Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC) έχει τροφοδοτήσει περαιτέρω έρευνες. Ορισμένες επιδημιολογικές μελέτες έχουν προτείνει πιθανή συσχέτιση μεταξύ της γλυφοσάτης και του μη-Hodgkin λεμφώματος, ενός τύπου καρκίνου που επηρεάζει το λεμφικό σύστημα. Τα άτομα με χρόνια έκθεση μπορεί να μην εμφανίζουν εμφανή συμπτώματα αρχικά, αλλά με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να εμφανίσουν καταστάσεις όπως κόπωση, ανεξήγητη απώλεια βάρους, διογκωμένους λεμφαδένες ή νυχτερινές εφιδρώσεις.
Επιπλέον, υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την πιθανή νευροτοξικότητα της γλυφοσάτης. Ορισμένες μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι η χρόνια έκθεση στη γλυφοσάτη θα μπορούσε να επηρεάσει τη νευρολογική ανάπτυξη και λειτουργία, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως απώλεια μνήμης, πονοκεφάλους, δυσκολία συγκέντρωσης ή διαταραχές της διάθεσης όπως στρες και κατάθλιψη.
Ο έλεγχος για την έκθεση στη γλυφοσάτη είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για άτομα που ανησυχούν για τα προαναφερθέντα κλινικά σημεία και συμπτώματα, ειδικά εάν υπάρχει σημαντική διατροφική ή επαγγελματική έκθεση στη γλυφοσάτη ή σε άλλα φυτοφάρμακα.