URL path: Αρχική σελίδα // HIV-2, Ποσοτικός Προσδιορισμός RNA

HIV-2, Ποσοτικός Προσδιορισμός RNA

Η ποσοτικοποίηση του RNA του HIV-2 (Ιός Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας τύπου 2) στο αίμα ασθενών που έχουν μολυνθεί με τον ιό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική εξέταση όταν οι ορολογικές εξετάσεις είναι θετικές. Η ποσοτικοποίηση του HIV-2 είναι επίσης χρήσιμη όταν άλλες επιβεβαιωτικές εξετάσεις είναι ασαφείς ή δεν μπορούν να ερμηνευτούν με ακρίβεια. Ο άμεσος προσδιορισμός του ιού είναι επίσης χρήσιμος για τη διαφοροποίηση της HIV λοίμωξης σε νεογέννητα, εξαιτίας της παθητικής μετάδοσης των HIV αντισωμάτων από την HIV θετική μητέρα.

Ο HIV-2 είναι παρόμοιος με τον HIV-1, το πιο κοινό στέλεχος του ιού, αλλά έχουν διακριτές γενετικές διαφορές και ορισμένες παραλλαγές στη μετάδοση, την εξέλιξη και την ανταπόκρισή τους στη θεραπεία.

Ο HIV-2 μεταδίδεται κυρίως μέσω της σεξουαλικής επαφής, της επαφής με αίμα (όπως η κοινή χρήση βελονών) και από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια του τοκετού ή του θηλασμού. Μεταδίδεται λιγότερο εύκολα από τον HIV-1.

Ο HIV-2 απαντάται συχνότερα στη Δυτική Αφρική, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γουινέα, το Πράσινο Ακρωτήριο και η Σενεγάλη. Είναι λιγότερο διαδεδομένη παγκοσμίως σε σύγκριση με τον ιό HIV-1.

Ο HIV-2 γενικά εξελίσσεται πιο αργά από τον HIV-1 και ο χρόνος από τη μόλυνση έως την ανάπτυξη του AIDS είναι συνήθως μεγαλύτερος. Ωστόσο, η κλινική πορεία και τα συμπτώματα του HIV-2 μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των ατόμων και κυμαίνονται από ασυμπτωματικά ή ήπια συμπτώματα έως σοβαρή ανοσοανεπάρκεια.

Ο ποσοτικός προσδιορισμός του RNA του HIV-2 μετράει το ιικό φορτίο. Ο προσδιορισμός του ιικού φορτίου χρησιμοποιείται:

  • Πριν την έναρξη της φαρμακευτικής αντι-ιικής θεραπείας
  • Για τον εντοπισμό της αντοχής του ιού στα φάρμακα κατά τη διάρκεια της αντι-HIV θεραπείας
  • Για τον προσδιορισμό της μη συμμόρφωσης του ασθενούς με την φαρμακευτική αντι-ιική θεραπεία
  • Για την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου, είτε εντός είτε εκτός φαρμακευτικής θεραπείας
  • Για τον προσδιορισμό της ανάγκης έναρξης αντιρετροϊκής θεραπείας
  • Για τον προσδιορισμό της πορείας της νόσου, επειδή είναι πιο ευαίσθητη από οποιαδήποτε άλλη εξέταση, συμπεριλαμβανομένης της μέτρηση των CD4 Τ-κυττάρων
  • Ως καθοριστικός παράγοντας για την επιβίωση του ασθενούς

Ο προσδιορισμός του HIV-2 ιικού φορτίου γίνεται με την ποσοτικοποίηση του γενετικού υλικού του ιού στο αίμα του ασθενούς. Υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εργαστηριακές μέθοδοι για τη μέτρηση του HIV ιικού φορτίου. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται η ίδια μέθοδος για την παρακολούθηση της πορείας της νόσου ενός ασθενούς. Η πιο κοινή μέθοδος είναι η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης πραγματικού χρόνου με χρήση της ανάστρφης μεταγραφάσης (RT-PCR).

Γενικά, συνιστάται ο προσδιορισμός του αρχικού ιικού φορτίο να γίνεται σε δύο μετρήσεις 2 έως 4 εβδομάδες μετά τη HIV λοίμωξη. Η παρακολούθηση μπορεί να συνεχιστεί με επανάληψη της εξέτασης κάθε 3 έως 4 μήνες, σε συνδυασμό με τον προσδιορισμό του αριθμού των CD4 λεμφοκυττάρων. Και οι δύο εξετάσεις παρέχουν δεδομένα που χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί πότε θα ξεκινήσει η αντιική θεραπεία. Ο προσδιορισμός του ιικού φορτίου μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 4 έως 6 εβδομάδες μετά την έναρξη ή την αλλαγή της αντι-ιικής θεραπείας. Συνήθως, η αντιρετροϊκή αγωγή συνεχίζεται μέχρι το ιικό φορτίο του HIV να γίνει λιγότερο από 500 αντίγραφα/mL. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ένα «μηδενικό» αποτέλεσμα στην εξέταση δεν σημαίνει ότι δεν έχει μείνει κανένας ιός στο αίμα μετά από τη θεραπεία. Πρακτικά σημαίνει ότι το ιικό φορτίο έχει πέσει κάτω από το όριο ανίχνευσης της μεθόδου. Πιθανές αιτίες ενός «μηδενικού» αποτελέσματος περιλαμβάνουν πολύ χαμηλές τιμές ιικού φορτίου HIV (π.χ, από 1 έως 499 αντίγραφα/mL), πολύ πρόσφατη HIV λοίμωξη (δηλαδή, λιγότερο από 3 εβδομάδες από τη στιγμή της μόλυνσης), ή απουσία HIV λοίμωξης (δηλαδή ψευδώς θετικό αποτέλεσμα της ορολογικής εξέτασης). Μια σημαντική (μεγαλύτερη από το τριπλάσιο) αύξηση του ιικού φορτίου πρέπει να θέσει σε επαναξιολόγηση τη θεραπεία.

Η μέθοδος αυτή μπορεί να ποσοτικοποιήσει το RNA του HIV-2, με ευαισθησία που φτάνει σε 500 αντίγραφα/mL.

 

 

Σημαντική Σημείωση

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.

Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it