URL path: Αρχική σελίδα // Ιντερφερόνη γ (IFN-γ)

Ιντερφερόνη γ (IFN-γ)

Η ιντερφερόνη γ (IFN-γ), ονομάζεται επίσης ιντερφερόνη τύπου II, είναι μια ομοδιμερής γλυκοπρωτεΐνη, το γονίδιο της οποίας βρίσκεται στο χρωμόσωμα 12. Σε αντίθεση με τη σύνθεση της IFN-α και της IFN-β, η οποία μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε κύτταρο, η παραγωγή της IFN-γ είναι μια αποκλειστική λειτουργία των Τ-λεμφοκυττάρων και των ΝΚ κυττάρων. Όλοι οι επαγωγείς της IFN-γ ενεργοποιούν τα Τ-λεμφοκύτταρα, είτε με έναν πολυκλωνικό τρόπο (μιτογόνα ή αντισώματα) ή με έναν κλωνικά περιορισμένο, αντιγονο-ειδικό τρόπο.

Η IFN-γ παράγεται κατά τη διάρκεια της μόλυνσης από τα κυτταροτοξικά / κατασταλτικά (CD8) Τ-κύτταρα και από έναν υπότυπο των βοηθητικών Τ κυττάρων, τα κύτταρα Th1. Τα Th1 κύτταρα εκκρίνουν IL-2, IL-3, TNF-β και IFN-γ, ενώ τα Th2 κύτταρα παράγουν κυρίως IL-3, IL-4, IL-5 και IL-10, αλλά λίγο ή καθόλου IFN-γ. Η IFN-γ αναστέλλει κατά προτίμηση τον πολλαπλασιασμό των Th2 κυττάρων, αλλά όχι των Th1 κυττάρων, υποδεικνύοντας ότι η παρουσία της IFN-γ κατά τη διάρκεια μίας ανοσολογικής απόκρισης, θα έχει ως αποτέλεσμα τον εκλεκτικό πολλαπλασιασμό των Th1 κυττάρων. Η IFN-γ παράγεται επιπλέον από έναν αριθμό διαφορετικών κυτταρικών τύπων κάτω από φλεγμονώδεις καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των δενδριτικών επιδερμικών / γδ Τ-κυττάρων, κερατινοκυττάρων, γδ Τ-κυττάρων περιφερικού αίματος, σιτευτικών κυττάρων, νευρώνων, CD8+ Τ-κυττάρων, μακροφάγων, Β- κυττάρων, ουδετερόφιλων, κυττάρων ΝΚ, CD4+ Τ-κυττάρων και σπερματίδων.

  1. Η IFN-γ είναι ένας ισχυρός ενεργοποιητής των μονοπύρηνων φαγοκυττάρων, π.χ. η IFN-γ διεγείρει την έκφραση του Mac-1, αυξάνει την ενδοκυττάρωση και τη φαγοκυττάρωση από τα μονοκύτταρα και ενεργοποιεί τα μακροφάγα για να θανατώσουν καρκινικά κύτταρα, απελευθερώνοντας δραστικές ρίζες οξυγόνου και TNF-α.
  2. Η IFN-γ επάγει ή αυξάνει την έκφραση των αντιγόνων MHC στα μακροφάγα, τα Τ- και τα Β-κύτταρα και σε μερικές καρκινικές κυτταρικές σειρές.
  3. Στα Τ- και στα Β-κύτταρα η IFN-γ προάγει τη διαφοροποίηση. Ενισχύει τον πολλαπλασιασμό των ενεργοποιημένων Β-κυττάρων και μπορεί να δρα συνεργικά με την IL-2 για να αυξήσει τη σύνθεση των ελαφριών αλυσίδων των ανοσοσφαιρινών. Η IFN-γ είναι ένας από τους φυσικούς παράγοντες διαφοροποίησης των Β-κυττάρων.
  4. Τέλος, η IFN-γ ενεργοποιεί τα ουδετερόφιλα, τα κύτταρα ΝΚ και τα αγγειακά ενδοθηλιακά κύτταρα .

Ο ρόλος της IFN-γ ως βιολογικός δείκτης, έχει αποδειχθεί για έναν αριθμό διαφορετικών παθολογικών καταστάσεων:

Λοιμώξεις: Η IFN-γ παράγεται κατά τη διάρκεια των ιογενών λοιμώξεων. Η IFN-γ είναι ένα διαγνωστικό εργαλείο για τη διάκριση του φυματιώδη, από άλλης αιτιολογίας (μη-φυματιώδη) ασκίτη. Οι τιμές της IFN-γ στο πλευριτικό υγρό είναι σημαντικά υψηλότερες σε ασθενείς με φυματιώδη πλευρίτιδα από εκείνες των ασθενών με μη-φυματιώδη πλευρίτιδα, με ευαισθησία και ειδικότητα σχεδόν 100%. Η ύφεση των κλινικών συμπτωμάτων του λεπρωματώδους οζώδους ερυθήματος μετά από θεραπεία συσχετίζεται με τα επίπεδα της IFN-γ και του TNF-α.

Αυτοάνοσα Νοσήματα: Ακριβείς μετρήσεις της κυτταρικής παραγωγής κυτοκινών, π.χ. της IFN-γ, είναι σημαντικές στο σχεδιασμό και την παρακολούθηση της ανοσοθεραπείας της σκλήρυνσης κατά πλάκας.

Απόρριψη μοσχεύματος: Εντός του μοσχεύματος, η έκφραση του mRNA της IFN-γ εμφανίζεται σε ενεργό οξεία απόρριψη του μοσχεύματος και προηγείται της κλινικής απόρριψης του μοσχεύματος, προσφέροντας έτσι ένα πρώιμο διαγνωστικό εργαλείο για την ανίχνευση της απόρριψης του μοσχεύματος .

Αλλεργία: Η παραγωγή IFN-γ από απομονωμένα λεμφοκύτταρα δεν είναι ανιχνεύσιμη σε ασθενείς με αλλεργία στο γάλα της αγελάδας, σε σχέση με φυσιολογικά άτομα. Τα βρέφη που αναπτύσσουν ατοπία, παράγουν σημαντικά λιγότερη IFN-γ κατά τη γέννηση, σε σύγκριση με τα βρέφη που δεν αναπτύσσουν ατοπία.

Διαβήτης: Κύτταρα περιφερικού αίματος ασθενών με διαβήτη τύπου Ι, παράγουν σημαντικά λιγότερη IFN-γ σε σύγκριση με φυσιολογικά άτομα και με ασθενείς με μακροχρόνιο διαβήτη.

 

 

Σημαντική Σημείωση

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.

Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it