URL path: Αρχική σελίδα // Ινχιμπίνη Β

Ινχιμπίνη Β

Η μέτρηση της ινχιμπίνης Β χρησιμοποιείται κυρίως ως βοηθητική εξέταση στη διάγνωση όγκων των ωοθηκών όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την ινχιμπίνη Α και για την παρακολούθηση των ασθενών αυτών καθώς ως βοηθητική εξέταση στον έλεγχο της υπογονιμότητας.

Αρχικά, ινχιμπίνη ή ανασταλτίνη (Inhibin) ήταν το όνομα που δόθηκε σε ένα συστατικό του ορού που βρέθηκε να αναστέλλει την έκκριση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) από την υπόφυση. Τα τελευταία χρόνια, οι πρωτεϊνικές ινχιμπίνες έχουν χαρακτηριστεί και έχουν αναπτυχθεί ειδικές ανοσολογικές εξετάσεις τόσο για την ινχιμπίνη Α όσο και για την ινχιμπίνη Β. Οι ορμόνες αυτές αποτελούν μέλη της υπεροικογένειας του TGF-β (Transforming Growth Factor β). Δομικά, αποτελούνται από διμερή από δύο ανόμοιες πρωτεϊνικές υπομονάδες. Η υπομονάδα α είναι κοινή και στις δύο ινχιμπίνες. Στις γυναίκες, η ινχιμπίνη Β παράγεται κυρίως από τα μικρά αναπτυσσόμενα άντρα των ωοθυλακίων των ωοθηκών. Τα κύτταρα Sertoli των όρχεων είναι η κύρια πηγή της ινχιμπίνης Β στους άνδρες

Στα νεαρά κορίτσια, οι συγκεντρώσεις της ινχιμπίνης Β αυξάνονται καθώς εξελίσσεται η εφηβεία. Ως εκ τούτου, η μέτρηση της ινχιμπίνης Β μπορεί να βοηθήσει στον καθορισμό της ωριμότητας των γονάδων και τη διάγνωση της πρώιμης ήβης στα κορίτσια. Όταν οι γυναίκες φτάσουν στην αναπαραγωγική ηλικία, τα επίπεδα ινχιμπίνης Β μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια του έμμηνου κύκλου. Η ινχιμπίνη Β πιστεύεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση των επιπέδων της FSH κατά την ωοθυλακική φάση του κύκλου. Τα επίπεδα της ινχιμπίνης Β αυξάνονται κατά την ωοθυλακική φάση φτάνοντας σε ένα μέγιστο στην ωορρηξία πριν πέσουν στα βασικά επίπεδα κατά την ωχρινική φάση. Στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες τα επίπεδα ινχιμπίνης Β πέφτουν σε χαμηλά επίπεδα.

Η γονιμότητα μιας γυναίκας μειώνεται με την ηλικία, και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, στη μείωση του αριθμού των ωοθυλακίων στην ωοθήκη. Έχει προταθεί ότι η μέτρηση της ινχιμπίνης Β, σε συνδυασμό και με άλλα κριτήρια, μπορεί να είναι χρήσιμη στην αξιολόγηση της κατάστασης της ωοθηκικής παρακαταθήκης. Η αξιολόγηση αυτή έχει αξία για την εκτίμηση της πιθανότητας επιτυχούς ανάκτησης ωαρίων κατά την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή ή κατά την εκτίμηση των δυνατοτήτων για φυσιολογική εγκυμοσύνη καθώς η γυναίκα μεγαλώνει. Κατά την αρχική φάση της εμμηνόπαυσης, τα κυκλοφορούντα επίπεδα ινχιμπίνης Β στη ωοθυλακική φάση του έμμηνου κύκλου μειώνονται, αρκετά πριν εμφανιστούν αλλαγές στα επίπεδα της οιστραδιόλης ή της ινχιμπίνης Α. Η μέτρηση της ινχιμπίνης Β στην ωοθυλακική φάση, μπορεί να είναι χρήσιμη για την πρόβλεψη της έναρξης της εμμηνόπαυσης.

Κατά την διάρκεια της in vitro γονιμοποίησης, είναι σημαντικό να επιλεγεί το σωστό επίπεδο διέγερσης των ωοθηκών. Η ανεπαρκής διέγερση μπορεί να οδηγήσει σε άκυρους κύκλους εξαιτίας κακής απόκρισης, ενώ η μεγάλη διέγερση μπορεί να διατρέχει τον κίνδυνο του συνδρόμου υπερδιέγερσης των ωοθηκών. Η μέτρηση της ινχιμπίνης Β έχει χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του συνδρόμου υπερδιέγερσης των ωοθηκών και στη διαχείριση αυτής της επικίνδυνης κατάστασης.

Στους άνδρες, η ινχιμπίνη Β παράγεται από τα κύτταρα Sertoli των όρχεων και χρησιμεύει ως ο κύριος ρυθμιστής της έκκρισης FSH. Τα επίπεδα είναι σχετικά υψηλά στα βρέφη και μειώνονται σταδιακά σε χαμηλότερα επίπεδα μεταξύ 6 και 10 ετών. Κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, τα βασικά επίπεδα ινχιμπίνης Β στον ορό χρησιμοποιούνται ως άμεσος δείκτη της παρουσίας και λειτουργίας των όρχεων και έχουν εφαρμοσθεί στη διάγνωση ασθενών με κρυψορχία ή ασαφή γεννητικά όργανα. Μια κλασική εξέταση για τη λειτουργία των όρχεων σε προεφηβικά αγόρια με διαταραχές των όρχεων είναι η μέτρηση της αύξησης της τεστοστερόνης μετά τη χορήγηση ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης (hCG). Τα επίπεδα της ινχιμπίνης Β έχει δειχθεί ότι συσχετίζονται καλά με τα αποτελέσματα των δοκιμών διέγερσης με hCG. Η ινχιμπίνη Β μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως άμεσος δείκτης της λειτουργίας των κυττάρων Sertoli και της σπερματογένεσης σε ενήλικους άνδρες. Τα επίπεδα της ινχιμπίνης Β στον ορό έχει αποδειχθεί ότι σχετίζονται με τον όγκο των όρχεων και τη συγκέντρωση του σπέρματος. Πολύ χαμηλά επίπεδα ινχιμπίνης Β βρέθηκαν σε άνδρες με καμία ή πολύ μικρή παραγωγή σπέρματος. Η συνδυασμένη μέτρηση ινχιμπίνης Β και FSH αποτελεί καλύτερο δείκτη της επάρκειας της σπερματογένεσης από την μέτρηση του κάθε δείκτη μόνο του.

 

 

Σημαντική Σημείωση

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.

Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it