URL path: Αρχική σελίδα // Ιώδιο (I)

Ιώδιο (I)

Το Ιώδιο είναι ένα φυσικό στοιχείο που υπάρχει στο θαλασσινό νερό και σε ορισμένα πετρώματα και ιζήματα. Υπάρχει μη ραδιενεργός και ραδιενεργός μορφή του Ιωδίου. Το Ιώδιο χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό για τον καθαρισμό επιφανειών και άλλων αντικειμένων, σε δερματολογικά σαπούνια και επιδέσμους και για τον καθαρισμό του νερού. Το Ιώδιο προστίθεται επίσης στο επιτραπέζιο αλάτι για να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι άνθρωποι θα λαμβάνουν αρκετό Ιώδιο στη διατροφή τους. Το περισσότερο ραδιενεργό Ιώδιο παράγεται από τον άνθρωπο. Χρησιμοποιείται σε ιατρικές εξετάσεις και για τη θεραπεία ορισμένων ασθενειών. Οι περισσότερες ραδιενεργές μορφές του Ιωδίου μετατρέπονται πολύ γρήγορα (από δευτερόλεπτα έως ημέρες) σε σταθερά στοιχεία που δεν είναι ραδιενεργά. Ωστόσο, το 129I μετατρέπεται πολύ αργά (μετά από εκατομμύρια χρόνια). Το Ιώδιο είναι ένα φυσικό στοιχείο απαραίτητο για τη διατήρηση της υγείας. Η έκθεση σε υψηλά επίπεδα σταθερού ή ραδιενεργού Ιωδίου μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο θυρεοειδή.

Πώς εισέρχεται το Ιώδιο στο περιβάλλον;

Η κύρια πηγή μη ραδιενεργού Ιωδίου είναι οι θάλασσες. Εισέρχεται στον αέρα από τα σταγονίδια του θαλασσινού νερού ή ως αέριο Ιώδιο. Όταν βρεθεί στον αέρα, το Ιώδιο μπορεί να συνδυαστεί με το νερό ή με τα σωματίδια του αέρα και μπορεί να εισέλθει στο έδαφος και στα επιφανειακά ύδατα και τα φυτά, όταν αυτά τα σωματίδια πέφτουν στο έδαφος ή όταν βρέχει. Το Ιώδιο μπορεί να παραμείνει στο έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μπορεί επίσης να προσληφθεί από ορισμένα φυτά που αναπτύσσονται στο έδαφος, αλλά γενικά τα φυτά θεωρούνται φτωχή πηγή διαιτητικού Ιωδίου.

Μικρές ποσότητες ραδιενεργού Ιωδίου παράγονται από τη λειτουργία των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής και οι οποίες μπορεί να απελευθερωθούν στον αέρα και το νερό. Μεγαλύτερες ποσότητες ραδιενεργού Ιωδίου απελευθερώνονται σπάνια κατά τη διάρκεια ατυχημάτων και από εκρήξεις ατομικών βομβών. Μεγάλες ποσότητες ραδιενεργού Ιωδίου παράγονται σε εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας για ιατρικές χρήσεις. Όταν δοθεί στον ασθενή, μέρος του ραδιενεργού Ιωδίου διασπάται μέσα στο σώμα. Το υπόλοιπο εκπνέεται ή απεκκρίνεται στα ούρα και διασπάται φυσικά στο περιβάλλον.

Πώς εκτίθεται κάποιος στο Ιώδιο;
 
  • Ο γενικός πληθυσμός εκτίθεται στα χαμηλά επίπεδα Ιωδίου που υπάρχουν στον αέρα, σε ορισμένα τρόφιμα και ποτά. Τα τρόφιμα (ιωδιούχο αλάτι, θαλασσινό νερό, το ψωμί και τα γαλακτοκομικά προϊόντα) είναι η μεγαλύτερη πηγή έκθεσης στο Ιώδιο.
  • Ο γενικός πληθυσμός εκτίθεται σπάνια σε ραδιενεργό Ιώδιο, εκτός εάν υποβληθεί σε ορισμένες ιατρικές εξετάσεις ή του δοθεί για τη θεραπεία νοσημάτων του θυρεοειδούς.
  • Οι άνθρωποι που εργάζονται σε εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ραδιενεργό Ιώδιο, μπορεί να εκτίθενται σε υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα.
Πώς μπορεί το Ιώδιο να επηρεάσει την υγεία;
 

Το Ιώδιο είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για τη ζωή. Απαιτείται για την σύνθεση των ορμονών του θυρεοειδούς, θυροξίνη και τριιωδοθυρονίνη (Τ3 και Τ4 και αντίστοιχα, το όνομά τους προκύπτει από τον αριθμό των ατόμων Ιωδίου). Η ανεπάρκεια του Ιωδίου οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή των Τ3 και Τ4 και μια συνακόλουθη διόγκωση του θυρεοειδούς ιστού στην προσπάθεια του να προσλάβει περισσότερο ιώδιο, με αποτέλεσμα την εμφάνιση νόσου που είναι γνωστή ως απλή βρογχοκήλη. Η κύρια μορφή των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα είναι η θυροξίνη (Τ4), η οποία έχει μεγαλύτερο χρόνο ημίσειας ζωής από την Τ3. Στους ανθρώπους, η αναλογία της Τ4 προς την Τ3 που απελευθερώνεται στο αίμα είναι μεταξύ 14:1 και 20:1. Η Τ4 μετατρέπεται στην ενεργό Τ3 (3-4 φορές πιο ισχυρή από την Τ4) στο εσωτερικό των κυττάρων με τη βοήθεια ενζύμων που ονομάζονται αποϊωδινάσες. Οι αποϊωδινάσες είναι ένζυμα που περιέχουν Σελήνιο και για αυτό το λόγο η διαιτητική πρόσληψη Σεληνίου είναι απαραίτητη για την παραγωγή της Τ3.

Στον θυρεοειδικό ιστό και τις ορμόνες του θυρεοειδούς συγκεντρώνονται από 15 έως 20 mg Ιωδίου, αλλά το 70% του συνόλου του Ιωδίου στο σώμα βρίσκεται σε άλλους ιστούς, συμπεριλαμβανομένων των μαζικών αδένων, των οφθαλμών, του γαστρικού βλεννογόνου, στον εμβρυϊκό θύμο, στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και το χοριοειδές πλέγμα, στα τοιχώματα των αρτηριών, στον τράχηλο της μήτρας και τους σιελογόνους αδένες. Η δράση του Ιωδίου στο μαζικό αδένα σχετίζεται με την εμβρυϊκή και νεογνική ανάπτυξη, αλλά στους υπόλοιπους ιστούς, η λειτουργία του είναι άγνωστη.

Η συνιστώμενη ημερήσια διαιτητική πρόσληψη είναι μεταξύ 110 και 130 μg για βρέφη έως 12 μηνών, 90 μg για παιδιά έως και οκτώ ετών, 130 μg για παιδιά έως 13 ετών, 150 μg για τους ενήλικες, 220 μg για τις έγκυες γυναίκες και 290 μg για τις γυναίκες που θηλάζουν. Το ανώτερο ανεκτό επίπεδο πρόσληψης για τους ενήλικες είναι 1.100 μg / ημέρα (1.1 mg / ημέρα). Το ανώτερο ανεκτό όριο αξιολογήθηκε αναλύοντας την επίδραση των συμπληρωμάτων στον θυρεοειδή αδένα χωρίς να ληφθεί όμως υπόψη το ανώτερο ανεκτό όριο για την απορρόφηση σε άλλους ιστούς του σώματος, όπως ο ιστός του μαστικού αδένα στις γυναίκες ή τον ιστό του προστάτη στους άνδρες.

Ο θυρεοειδής αδένας δεν χρειάζεται περισσότερο από 70 μg / ημέρα για τη σύνθεση των απαιτούμενων ποσοτήτων Τ4 και Τ3. Τα υψηλότερα συνιστώμενα ημερήσια επίπεδα πρόσληψης Ιωδίου φαίνονται απαραίτητα για τη βέλτιστη λειτουργία ενός αριθμού συστημάτων του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των θηλαζόντων μαστών, του γαστρικού βλεννογόνου, των σιελογόνων αδένων, των κυττάρων του εγκεφάλου, του χοριοειδούς πλέγματος, του βλεννογόνου του στόματος και των αρτηριακών τοιχωμάτων.

Φυσικές πηγές διαιτητικού Ιωδίου περιλαμβάνουν θαλασσινά, όπως τα ψάρια, τα φύκια και τα οστρακοειδή, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά εφόσον τα ζώα έλαβαν αρκετό Ιώδιο και τα φυτά που καλλιεργούνται σε εδάφη πλούσια σε Ιώδιο. Το ιωδιούχο αλάτι εμπλουτίζεται με Ιώδιο υπό τη μορφή ιωδιούχου νατρίου.

Μετά την εφαρμογή των προγραμμάτων ενίσχυσης της πρόσληψης Ιωδίου όπως με την ιωδίωση του μαγειρικού αλατιού, έχουν παρατηρηθεί κάποια περιστατικά υπερθυρεοειδισμού που προκαλούνται εξαιτίας του Ιωδίου (φαινόμενο Jod-Basedow). Η κατάσταση εμφανίζεται κυρίως σε άτομα άνω των 40 ετών και ο κίνδυνος είναι υψηλότερος όταν η ανεπάρκεια Ιωδίου είναι σοβαρή και η αρχική πρόσληψη του Ιωδίου είναι υψηλή.

Σε περιοχές όπου υπάρχει λίγο Ιώδιο στη διατροφή, συνήθως περιοχές απομακρυσμένες από τη θάλασσα, η ανεπάρκεια Ιωδίου οδηγεί σε υποθυρεοειδισμό, τα συμπτώματα του οποίου είναι υπερβολική κόπωση, βρογχοκήλη, νοητική επιβράδυνση, κατάθλιψη, αύξηση του σωματικού βάρους και χαμηλή βασική θερμοκρασία σώματος. Η ανεπάρκεια Ιωδίου είναι η κυριότερη αιτία αποτρέψιμης διανοητικής αναπηρίας, ένα αποτέλεσμα που εμφανίζεται κυρίως όταν τα μωρά ή τα μικρά παιδιά καθίστανται υποθυρεοειδικά από την έλλειψη του Ιωδίου. Η προσθήκη Ιωδίου στο επιτραπέζιο αλάτι έχει εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό αυτό το πρόβλημα, αλλά η ανεπάρκεια Ιωδίου παραμένει ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας σήμερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Το στοιχειακό Ιώδιο (I2) είναι τοξικό σε περίπτωση κατάποσης. Η περίσσεια Ιωδίου μπορεί να είναι πιο κυτταροτοξική σε ταυτόχρονη έλλειψη Σεληνίου. Η τοξικότητα του Ιωδίου προέρχεται από τις οξειδωτικές του ιδιότητες, μέσω των οποίων προκαλείται μετουσίωση των πρωτεϊνών (συμπεριλαμβανομένων των ενζύμων).

Το στοιχειακό Ιώδιο είναι επίσης ερεθιστικό για το δέρμα και η άμεση επαφή με το δέρμα μπορεί να προκαλέσει βλάβες.

Μερικοί άνθρωποι αναπτύσσουν υπερευαισθησία σε προϊόντα και τρόφιμα που περιέχουν Ιώδιο. Εφαρμογές του βάμματος Ιωδίου ή του Betadine μπορεί να προκαλέσουν εξανθήματα, μερικές φορές σοβαρά. Η παρεντερική χρήση σκιαγραφικών παραγόντων με βάση το Ιώδιο μπορεί επίσης να προκαλέσει αντιδράσεις που κυμαίνονται από ένα ήπιο εξάνθημα ως μοιραία αναφυλαξία. Στην πραγματικότητα, οι αντιδράσεις αυτές δεν οφείλονται σε πραγματική αλλεργία στο στοιχειακό Ιώδιο ή τα άλατα Ιωδίου, αλλά πρόκειται περί αντιδράσεων υπερευαισθησίας σε άλλα μοριακά συστατικά των τροφών ή των σκευασμάτων.

Πώς το Ιώδιο επηρεάζει τα παιδιά;

Το Ιώδιο είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των παιδιών. Ωστόσο, τα παιδιά είναι πιο ευαίσθητα στις επιβλαβείς συνέπειες των υπερβολικά υψηλών επιπέδων σταθερού και ραδιενεργού Ιωδίου από ότι οι ενήλικες, επειδή ο θυρεοειδής τους αδένας εξακολουθεί να αναπτύσσεται. Αν τα μωρά και τα παιδιά λαμβάνουν μεγάλες ποσότητες Ιωδίου, μπορεί να αναπτύξουν μια διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα (βρογχοκήλη), κατά την οποία δεν παράγονται αρκετές θυρεοειδικές ορμόνες για φυσιολογική ανάπτυξη. Το ραδιενεργό Ιώδιο στα τρόφιμα μπορεί να είναι περισσότερο επιβλαβές για τα μωρά και τα παιδιά από ότι στους ενήλικες.

Πώς μπορεί να μειωθεί ο κίνδυνος έκθεσης στο Ιώδιο;

Το Ιώδιο είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της υγείας και την ανάπτυξη, αλλά (όπως ισχύει για όλα τα στοιχεία) πρέπει να προλαμβάνει κανείς την έκθεση σε υψηλές δόσεις. Τα τρόφιμα κανονικά δεν αναμένεται να περιέχουν αρκετό Ιώδιο ώστε να προξενήσουν βλάβες στην υγεία. Γενικά δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία υπερβολικής έκθεσης, εκτός αν υπάρχει έκθεση σε ραδιενεργά απόβλητα.

Πώς μπορεί κάποιος να διαπιστώσει αν έχει εκτεθεί στο Ιώδιο;

Υπάρχουν δύο τύποι εξετάσεων. Ο ένας είναι να ελεγχθεί αν υπάρχει έκθεση σε μεγάλες δόσεις ακτινοβολίας και ο άλλος για να ελεγχθεί αν υπάρχει (και πόσο) Ιώδιο μέσα στο σώμα. Ο πρώτος τύπος εξέτασης αναζητά αλλαγές στα κύτταρα του αίματος ή στα χρωμοσώματα χωρίς όμως να μπορεί να προσδιοριστεί αν η ακτινοβολία προέρχεται από το Ιώδιο. Ο δεύτερος τύπος εξετάσεων περιλαμβάνει αναλύσεις αίματος, κοπράνων, ούρων, σιέλου.

Μπορούμε να μετρήσουμε τα επίπεδα του Ιωδίου στο αίμα και στα περισσότερα βιολογικά υλικά.

Ο προσδιορισμός των μετάλλων γίνεται με την μέθοδο ICP-MS (Inductively Coupled Plasma Mass Spectrometry, Φασματομετρία Μάζας σε Επαγωγικά Συζευγμένο Πλάσμα Αργού), μιας μεθόδου που παρέχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ανίχνευσης πολλών μετάλλων. Η ευαισθησία και η ακρίβεια της είναι σημαντικά καλύτερη σε σύγκριση με τη συμβατική μέθοδο της ατομικής απορρόφησης, έχοντας την ικανότητα να μετράει μέταλλα σε συγκεντρώσεις μέχρι 1 στα 1015 (1 στα 1 τετράκις εκατομμύρια, ppq)!

 

 

Σημαντική Σημείωση

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.

Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it