Η κακοήθης υπερθερμία είναι μια σπάνια, δυνητικά απειλητική για τη ζωή κατάσταση που προκαλείται από την έκθεση σε ορισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της γενικής αναισθησίας. Χαρακτηρίζεται από σοβαρή αντίδραση των σκελετικών μυών σε συγκεκριμένα φάρμακα, ιδιαίτερα τα πτητικά αναισθητικά (όπως αλοθάνιο, ισοφλουράνιο, σεβοφλουράνιο) και το μυοχαλαρωτικό ηλεκτρυλοχολίνη.
Ο γενετικός έλεγχος της κακοήθους υπερθερμίας συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της κακοήθους υπερθερμίας περιλαμβάνουν:
- Μυϊκή ακαμψία: Η κατάσταση οδηγεί σε ταχεία και διαρκή αύξηση της συστολής των σκελετικών μυών (μυϊκή ακαμψία), η οποία μπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην αναπνοή.
- Υπερμεταβολισμός: Η κακοήθης υπερθερμία έχει ως αποτέλεσμα ταχεία αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος και αυξημένο μεταβολισμό, οδηγώντας σε επικίνδυνη αύξηση της θερμότητας του σώματος.
- Αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα: Η αυξημένη μυϊκή δραστηριότητα και ο μεταβολισμός συμβάλλουν σε αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα (υπερκαπνία), οδηγώντας σε αναπνευστική οξέωση.
- Ταχυκαρδία: Ο καρδιακός ρυθμός μπορεί να αυξηθεί σημαντικά (ταχυκαρδία) και μπορεί να εμφανιστούν και άλλες καρδιαγγειακές εκδηλώσεις.
- Ραβδομυόλυση: Η σοβαρή καταστροφή των μυών μπορεί να απελευθερώσει μυοσφαιρίνη στην κυκλοφορία του αίματος, οδηγώντας σε μια κατάσταση που ονομάζεται ραβδομυόλυση. Η μυοσφαιρίνη μπορεί να προκαλέσει νεφρική βλάβη και η μυοσφαιρίνη μπορεί να ανιχνευθεί στα ούρα.
- Υπερκαλιαιμία: Μπορεί να εμφανιστούν αυξημένα επίπεδα καλίου στο αίμα (υπερκαλιαιμία), συμβάλλοντας σε καρδιακές αρρυθμίες.
Η κακοήθης υπερθερμία είναι τυπικά μια κληρονομική κατάσταση και ο γενετικός έλεγχος μπορεί να εντοπίσει μεταλλάξεις στο γονίδιο RYR1 ή στο γονίδιο CACNA1S. Ωστόσο, η κακοήθης υπερθερμία μπορεί επίσης να εμφανιστεί σποραδικά χωρίς οικογενειακό ιστορικό.
Η διαχείριση και η θεραπεία της κακοήθους υπερθερμίας περιλαμβάνει διάφορα κρίσιμα στάδια:
- Διακοπή των παραγόντων ενεργοποίησης: Άμεση διακοπή των παραγόντων πυροδότησης, όπως τα πτητικά αναισθητικά και η ηλεκτρυλοχολίνη.
- Χορήγηση δαντρολένιου: Το δαντρολένιο (Dantrolene) είναι το ειδικό αντίδοτο για την κακοήθη υπερθερμία. Λειτουργεί εμποδίζοντας την απελευθέρωση ασβεστίου από το σαρκοπλασματικό δίκτυο των μυών, αποτρέποντας τις παρατεταμένες μυϊκές συσπάσεις. Το δαντρολένιο θα πρέπει να χορηγείται αμέσως.
- Υποστηρικτικά μέτρα: Τα υποστηρικτικά μέτρα περιλαμβάνουν την ψύξη του ασθενούς για τη μείωση της θερμοκρασίας του σώματος, την αντιμετώπιση της οξέωσης και τις ανισορροπίες των ηλεκτρολυτών και την παροχή αναπνευστικής υποστήριξης.
- Παρακολούθηση και περαιτέρω θεραπεία: Η συνεχής παρακολούθηση των ζωτικών σημείων και των εργαστηριακών παραμέτρων είναι ζωτικής σημασίας. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστούν πρόσθετες παρεμβάσεις, όπως η αιμοκάθαρση για τη διαχείριση της νεφρικής βλάβης που προκαλείται από τη μυοσφαιρίνη.
Είναι σημαντικό για τους ιατρούς να γνωρίζουν την ευαισθησία του ασθενούς σε κακοήθη υπερθερμία πριν από τη χορήγηση παραγόντων πυροδότησης. Ο προεγχειρητικός γενετικός έλεγχος και το λεπτομερές ιατρικό ιστορικό μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό ατόμων σε κίνδυνο.
Άτομα με γνωστή ευαισθησία στην κακοήθη υπερθερμία θα πρέπει να φορούν ιατρικό βραχιόλι ή να φέρουν κάρτα που να δείχνει την κατάστασή τους για να διασφαλιστεί η ταχεία και κατάλληλη αντιμετώπιση σε περίπτωση έκθεσης σε παράγοντες πυροδότησης κατά τη διάρκεια ιατρικών πράξεων.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η κακοήθης υπερθερμία είναι μια φαρμακογενετική διαταραχή των σκελετικών μυών που παρουσιάζει υπερμεταβολική απόκριση σε ισχυρά πτητικά αναισθητικά αέρια όπως το αλοθάνιο, το σεβοφλουράνιο, το δεσφλουράνιο και το εκπολωτικό μυοχαλαρωτικό ηλεκτρυλοχολίνη και σπάνια, ως απόκριση σε αγχωτικές καταστάσεις όπως η έντονη άσκηση και η ζέστη. Αυτή η ανεπιθύμητη ενέργεια εκτιμάται ότι εμφανίζεται μεταξύ 1:10.000 και 1:150.000 γενικών αναισθησιών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το προσβεβλημένο γονίδιο είναι το RYR1 που κωδικοποιεί τη ρυανοδίνη, έναν μεταφορέα ιόντων ασβεστίου που υπάρχει στα μυϊκά κύτταρα και στους νευρώνες. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 100 παθογόνες παραλλαγές στο γονίδιο RYR1. Ο τρόπος κληρονομικότητας του είναι αυτοσωμικός κυρίαρχος, δηλαδή η παρουσία ενός αντιγράφου μιας παθογόνου παραλλαγής που σχετίζεται με την ευαισθησία στην κακοήθη υπερθερμία θα ήταν αρκετή για να αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης ανεπιθύμητης αντίδρασης κατά τη διάρκεια της αναισθησίας.
Η παραλλαγή στο γονίδιο RYR1 που αναφέρεται πιο συχνά στην επιστημονική βιβλιογραφία είναι cη .1840C>T (p.Arg614Cys), ακολουθούμενη από την c.14693T>C (p.Ile4898Thr) και την c.487C>T (p.Arg163Cys).
Η παραλλαγή c.6502G>A (p.Val2168Met) είναι μια από τις πιο κοινές παθογόνες παραλλαγές στον ευρωπαϊκό πληθυσμό. Η αλλαγή του αμινοξέος από βαλίνη σε μεθειονίνη στη θέση 2168 της πρωτεΐνης αυξάνει την ευαισθησία της σε ορισμένα αναισθητικά όπως η αλοθάνη.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, παραλλαγές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κακοήθη υπερθερμία έχουν ταυτοποιηθεί στο RYR1 και σε δύο άλλα γονίδια, το CACNA1S και το STAC3 που δεν ελέγχονται στην παρούσα εξέταση.
Ο γενετικός έλεγχος της κακοήθους υπερθερμίας αναλύει τις 28 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου RYR1.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).