Η μέτρηση των κετονικών σωμάτων (β-υδροξυβουτυρικό οξύ & ακετοξικό οξύ) χρησιμοποιείται στη διάγνωση της κετοναιμίας και της κετοξέωσης, που μπορεί να οφείλονται σε αιτίες, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, ο αλκοολισμός, το στρες, η παρατεταμένη νηστεία, μεταβολικές ασθένειες, παθολογικές καταστάσεις του γαστρεντερικού και οξυαιμίες της παιδικής ηλικίας.
Η μέτρηση των κετονικών σωμάτων μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στη διάγνωση της δηλητηρίασης με ισοπροπανόλη.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα κετονικά σώματα αποτελούνται από το β-υδροξυβουτυρικό (ή 3-υδροξυβουτυρικό οξύ) και το ακετοξικό οξύ (καθώς και την ακετόνη προς την οποία μετατρέπεται αυτόματο το ακετοξικό οξύ). Το β-υδροξυβουτυρικό και το ακετοξικό οξύ συντίθενται στα μιτοχόνδρια των ηπατικών κυττάρων σαν αποτέλεσμα της λιπόλυσης και από τα κετογενικά αμινοξέα (λευκίνη). Η αναλογία των συγκεντρώσεων των δύο κετονικών σωμάτων εξαρτώνται από το σύστημα NAD / NADH. Υψηλές συγκεντρώσεις NADH στο ήπαρ προάγουν το σχηματισμό του β-υδροξυβουτυρικού οξέος (αυτό συμβαίνει σε υποξία, νηστεία και διαβητική ή αλκοολική κετοξέωση).
Τα κετονικά σώματα είναι εναλλακτικές πηγές ενέργειας (αντί για γλυκόζη) για τον εγκέφαλο, το νευρικό σύστημα και τους μύες κατά τη διάρκεια νηστείας ή έντονης σωματικής άσκησης. Η ολική συγκέντρωση των κετονικών σωμάτων του ορού είναι το αποτέλεσμα της ισορροπίας μεταξύ της ηπατικής κετογένεσης και της περιφερειακής κατανάλωση τους. Συνήθως και σε φυσιολογικές καταστάσεις αυτή η συγκέντρωση είναι πολύ χαμηλή. Αυξημένες συγκεντρώσεις κετονικών σωμάτων είναι επιβλαβείς και μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολική οξέωση (κετοξέωση).
Φυσιολογικές διακυμάνσεις στα κετονικά σώματα
Η συγκέντρωση των κετονικών σωμάτων στον ορό εξαρτώνται από την ηλικία και την κατάσταση νηστείας (οι συγκεντρώσεις των κετονικών σωμάτων στο αίμα αυξάνονται 6 φορές και ο λόγος β-υδροξυβουτυρικού / ακετοξικού οξέος αυξάνεται σε πάνω από 2.5-3.5 φορές κατά τη διάρκεια νηστείας 15 ωρών). Αυξημένη κετοναιμία εμφανίζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: παρατεταμένη νηστεία, έντονη σωματική άσκηση, διατροφή πλούσια σε λιπαρά, διατροφικές ανεπάρκειες κατά την εγκυμοσύνη και τη νεογνική-βρεφική ηλικία, επαναλαμβανόμενοι έμετοι και πυρετός σε μικρά παιδιά.
Παθολογική υπερκετοναιμία
Η υπερκετοναιμία σε έναν κανονικά σιτιζόμενο ασθενή είναι παθολογική. Οι συγκεντρώσεις των κετονικών σωμάτων αυξάνονται στις ακόλουθες περιπτώσεις: μη αντιρροπούμενος διαβήτης τύπου Ι, αλκοολική δηλητηρίαση, δηλητηρίαση με σαλικυλικά, ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, ανεπάρκεια κορτικοστεροειδών και σε ορισμένα μεταβολικά νοσήματα (ανεπάρκεια ακετοακετυλ-CoA θειολάσης, ανεπάρκεια σουκινυλ-CoA τρανσφεράσης και ανεπάρκεια καρβοξυλάσης πυροσταφυλικού).
Στον διαβήτη τύπου Ι, η παρακολούθηση των κετονικών σωμάτων ειδικά σε καταστάσεις που κινδυνεύουν με απορρύθμιση (στρες, εγκυμοσύνη, λοιμώξεις κ.λπ.), συνιστάται πριν από την έναρξη της θεραπείας με ινσουλίνη. Αυξημένες συγκεντρώσεις κετονικών σωμάτων σε διαβητικό ασθενή ή σε ασθενή με επίμονη υπεργλυκαιμία υποδηλώνει διαβητική κετοξέωση που αποτελεί ιατρική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε αυτή την περίπτωση, αυξάνονται οι συγκεντρώσεις του β-υδροξυβουτυρικού.
Υπερκετοναιμία σε μεταβολικές παθήσεις
Η υπερκετοναιμία που συνδυάζεται με υπογλυκαιμία είναι πάντα παθολογική και μπορεί να οφείλεται σε υπερινσουλινισμό ή σε διαταραχές ενζύμων των λιπαρών οξέων.
Η αυξημένη αναλογία β-υδροξυβουτυρικού / ακετοξικού οξέος μπορεί να υποδηλώνει ελαττωματική μιτοχονδριακή οξείδωση.