Η μοριακή ανίχνευση του Corynebacterium diphtheriae (Κορυνοβακτηριδίο διφθερίτιδας) χρησιμοποιείται για εργαστηριακή επιβεβαίωση του βακτηρίου όταν υπάρχουν συμπτώματα λοίμωξης από C. diphtheriae ή κατά τον έλεγχο για ασυμπτωματικούς φορείς.
Η εξέταση προορίζεται για την ανίχνευση του DNA και τη διαφοροποίηση των τοξινογόνων και μη τοξινονόνων στελεχών του C. diphtheriae.
Περισσότερες Πληροφορίες
Το Corynebacterium diphtheriae είναι ένα βακτήριο υπεύθυνο για την πρόκληση της μολυσματικής νόσου που είναι γνωστή ως διφθερίτιδα. Το Corynebacterium diphtheriae είναι ένα Gram-θετικό, μη σπορογόνο βακτήριο που εμφανίζεται ως ραβδίο κάτω από το μικροσκόπιο. Είναι πλειόμορφο, που σημαίνει ότι μπορεί να πάρει διαφορετικά σχήματα, συμπεριλαμβανομένων των μορφών σχήματος κορύνας ή σχήματος V. Το βακτήριο παράγει τοξίνες και πιο συγκεκριμένα της διφθεριτική τοξίνη, η οποία είναι υπεύθυνη για τα σοβαρά συμπτώματα που σχετίζονται με την ασθένεια.
Μετάδοση: Η διφθερίτιδα μεταδίδεται κυρίως μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων όταν ένα μολυσμένο άτομο βήχει ή φτερνίζεται. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί με άμεση επαφή σε ανοιχτές πληγές του δέρματος ή με μολυσμένα αντικείμενα. Οι άνθρωποι που είναι φορείς του βακτηρίου αλλά δεν παρουσιάζουν συμπτώματα μπορούν επίσης να μεταδώσουν την νόσο.
Συμπτώματα: Τα συμπτώματα της διφθερίτιδας μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το σημείο της λοίμωξης. Η ασθένεια επηρεάζει συνήθως τον φάρυγγα και την ανώτερη αναπνευστική οδό, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως πονόλαιμο, χαμηλό πυρετό και διογκωμένους λεμφαδένες. Μπορεί να σχηματιστεί στον φάρυγγα μια γκριζωπή μεμβράνη, η οποία μπορεί να εμποδίσει την αναπνοή. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η τοξίνη που παράγεται από το C. diphtheriae μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην καρδιά, τα νεφρά και το νευρικό σύστημα.
Διάγνωση: Η διάγνωση της διφθερίτιδας περιλαμβάνει διάφορες μεθόδους, όπως η λήψη φαρυγγικού επιχρίσματος και η μικροβιολογική καλλιέργεια για τον εντοπισμό του C. diphtheriae. Εναλλακτικά, για γρηγορότερα και με μεγαλύτερα ακρίβεια αποτελέσματα, χρησιμοποιείται ο μοριακός έλεγχος με PCR.
Θεραπεία: Η έγκαιρη θεραπεία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική διαχείριση της διφθερίτιδας. Η κύρια θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιτοξίνης, η οποία εξουδετερώνει την τοξίνη της διφθερίτιδας που υπάρχει ήδη στον οργανισμό. Τα αντιβιοτικά, όπως η ερυθρομυκίνη ή η πενικιλλίνη, χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση των βακτηρίων. Η υποστηρικτική φροντίδα, συμπεριλαμβανομένης της επαρκούς ενυδάτωσης, της αναπνευστικής υποστήριξης και της παρακολούθησης των ζωτικών σημείων, είναι επίσης ζωτικής σημασίας.
Πρόληψη: Η πρόληψη της διφθερίτιδας περιλαμβάνει κυρίως τον εμβολιασμό. Το τοξοειδές της διφθερίτιδας περιλαμβάνεται ως συστατικό του εμβολίου διφθερίτιδας-τετάνου-κοκκύτη (DTP) ή του εμβολίου διφθερίτιδας-τετάνου-ακυτταρικού κοκκύτη (DTaP), το οποίο χορηγείται συνήθως σε παιδιά. Οι αναμνηστικές δόσεις συνιστώνται στην εφηβεία και την ενηλικίωση. Η διατήρηση ορθών πρακτικών υγιεινής, όπως η κάλυψη του στόματος κατά το βήχα ή το φτέρνισμα και το σωστό πλύσιμο των χεριών, μπορεί επίσης να βοηθήσει στην πρόληψη της μετάδοσης.
Ενώ η διφθερίτιδα είναι πλέον σχετικά σπάνια σε πολλές χώρες λόγω των εκτεταμένων προγραμμάτων εμβολιασμού, εξακολουθεί να αποτελεί κίνδυνο σε περιοχές με χαμηλά ποσοστά ανοσοποίησης ή κατά τη διάρκεια επιδημιών.