URL path: Αρχική σελίδα // Λεγιονέλλα Πνευμονίας (Legionella pneumophila), Αντιγόνο

Λεγιονέλλα Πνευμονίας (Legionella pneumophila), Αντιγόνο

Ο έλεγχος για το αντιγόνο της Λεγιονέλλας της πνευμονίας στα ούρα, χρησιμοποιείται ως βοηθητική εξέταση για τη διάγνωση και αξιολόγηση των ασθενών με πιθανή λεγιονέλλωση.

Περισσότερες Πληροφορίες

Η Λεγιονέλλα της πνευμονίας (Legionella pneumophila) είναι ένα αερόβιο, Gram αρνητικό, προαιρετικά ενδοκυττάριο μικρόβιο. Οι μικροοργανισμοί βρίσκονται σε περιβάλλοντα γλυκού νερού σε όλο τον κόσμο και μπορούν να προκαλέσουν νόσο στο αναπνευστικό σύστημα (νόσος των λεγεωνάριων). Η Λεγιονέλλα εντοπίστηκε για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα πνευμονίας σε εκπροσώπους της Αμερικανικής Λεγεώνας το 1976 σε ξενοδοχείο της Φιλαδέλφειας.

Το γένος Legionella περιλαμβάνει επί του παρόντος τουλάχιστον 50 διαφορετικά είδη που αποτελούνται από 70 ξεχωριστούς ορότυπους. Ένα είδος του γένους Legionella, η L. pneumophila, είναι ο αιτιολογικός παράγοντας για περίπου το 90% των περιπτώσεων της νόσου των λεγεωναρίων, και ο ορότυπος 1 (SG1) αντιπροσωπεύει περίπου το 84% αυτών των περιπτώσεων.

Η Λεγιονέλλα της πνευμονίας πολλαπλασιάζεται σε θερμοκρασίες μεταξύ 25 και 42°C, με βέλτιστη θερμοκρασία ανάπτυξης τους 35°C. Η λεγιονέλλα αναπτύσσεται σε στάσιμα νερά στο περιβάλλον και σε τεχνητά συστήματα, όπως σε πύργους ψύξης, σε συμπυκνωτές, σε συστήματα ζεστού και κρύου νερού και σε πισίνες και σπα που μιμούνται το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ευδοκιμεί ο μικροοργανισμός. Αυτά τα συστήματα παρέχουν επίσης τα μέσα με τα οποία δημιουργούνται τα αερολύματα και τα σταγονίδια, με τη βοήθεια των οποίων διασκορπίζεται ο μικροοργανισμός στην ατμόσφαιρα. Η νόσος των λεγεωναρίων μπορεί να εμφανιστεί μετά την εισπνοή αερολυμάτων που περιέχουν τα μικρόβια της Λεγιονέλλας ή μετά από κατάποση μολυσμένου νερού. Η άμεση μετάδοση των μικροοργανισμών (από άτομο σε άτομο) δεν φαίνεται να αποτελεί κίνδυνο.

Η πιθανότητα προσβολής από τη νόσο των λεγεωναρίων εξαρτάται από το βαθμό της μόλυνσης του νερού, την ευαισθησία του ατόμου που εκτίθεται και την ένταση της έκθεσης. Η νόσος των λεγεωνάριων χαρακτηρίζεται ως «ευκαιριακή νόσος» και προσβάλλει συνήθως άτομα που έχουν κάποια υποκείμενη νόσο ή εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Προδιαθεσικοί παράγοντες κινδύνου αποτελούν η προχωρημένη ηλικία, το ανδρικό φύλο, το κάπνισμα, η κατάχρηση αλκοόλ, η χρόνια νόσος των πνευμόνων, η ανοσοκατασταλτική θεραπεία, η χημειοθεραπεία, η μεταμόσχευση οργάνων ή μυελού των οστών και η θεραπεία με κορτικοστεροειδή.

Η λεγιονέλλωση μπορεί να εμφανιστεί ως δύο ξεχωριστές κλινικές οντότητες: η πνευμονία από Λεγιονέλλα (νόσος λεγεωνάριων) με περίοδο επώασης περίπου. 2-10 ημέρες (μέχρι 16-20 ημέρες) και ως πυρετός Pontiac (με περίοδο επώασης συνήθως 12-48 ώρες).

Η πνευμονία από Λεγιονέλλα είναι μια σοβαρή μορφή πνευμονίας που εμφανίζει ποσοστά θνησιμότητας 10-15%. Οι ασθενείς με πνευμονία αρχικά παρουσιάζουν βήχα, πυρετό και μη ειδικά συμπτώματα που περιλαμβάνουν δυσφορία, μυαλγία και κεφαλαλγία. Μερικοί ασθενείς εμφανίζουν ρίγη, πόνο στο στήθος, διάρροια, παραλήρημα ή άλλα νευρολογικά συμπτώματα.

Ο πυρετός Pontiac είναι μια ηπιότερη μορφή της νόσου, χωρίς τις εκδηλώσεις της πνευμονίας και συνήθως εμφανίζεται ως γριπώδη συνδρομή. Είναι συνήθως αυτοπεριοριζόμενη νόσος και τις περισσότερες φορές δεν απαιτείται θεραπεία. Το ποσοστό προσβολής είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με τη νόσο των λεγεωνάριων (μέχρι και 95% εκείνων που εκτίθενται).

Για τη διάγνωση της πνευμονίας από Legionella έχουν χρησιμοποιηθεί μια ποικιλία εργαστηριακών τεχνικών (καλλιέργεια, άμεσος ανσοφθορισμός, μοριακές τεχνικές, ορολογικός έλεγχος, ανίχνευση αντιγόνου) και μια ποικιλία διαφοορετικών βιολογικών δειγμάτων (από το αναπνευστικό, ορός, ούρα). Γενικά, προτιμώνται τα δείγματα από το αναπνευστικό. Δυστυχώς όμως, ένα από τα συμπτώματα της νόσου των λεγεωνάριων είναι η σχετική έλλειψη παραγωγικού βήχα, με αποτέλεσμα να απαιτείται αρκετές φορές η χρήση επεμβατικών διαδικασιών για την απόκτηση των κατάλληλων δειγμάτων (π.χ. βρογχικό έκπλυμα, αναρρόφηση, βιοψία πνεύμονα). 

Έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο διαλυτό αντιγόνο του μικροβίου στα ούρα σε ασθενείς με νόσο των λεγεωνάριων. Η παρουσία του αντιγόνου της Legionella στα ούρα (ιδανικό δείγμα για συλλογή και μεταφορά) είναι πολύ σημαντική για την ανίχνευση της νόσου σε πρώιμα στάδια, καθώς και σε πιο προχωρημένα στάδια της νόσου. Το αντιγόνο μπορεί να ανιχνεύεται στα ούρα 3 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.

 

 

Σημαντική Σημείωση

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.

Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it