URL path: Αρχική σελίδα // Μολυβδαίνιο (Mo)

Μολυβδαίνιο (Mo)

Το Μολυβδαίνιο είναι λευκό-ασημί μέταλλο, πολύ σκληρό, αλλά πιο μαλακό και πιο όλκιμο από το Βολφράμιο. Το Μολυβδαίνιο έχει ένα από τα υψηλότερα σημεία τήξης όλων των καθαρών στοιχείων.

Εφαρμογές του Μολυβδαίνιου

Το Μολυβδαίνιο είναι ένα πολύτιμο μέσο κράματος, καθώς συμβάλλει στη σκληρότητα και βελτιώνει την αντοχή του χάλυβα στις υψηλές θερμοκρασίες. Το Μολυβδαίνιο χρησιμοποιείται σε κράματα, σε ηλεκτρόδια και καταλύτες. Το Μολυβδαίνιο χρησιμοποιείται σε ηλεκτρόδια και την υαλουργία, σε εφαρμογές πυρηνικής ενέργειας και σε τμήματα πυραύλων και αεροσκαφών και ως καταλύτης στον εξευγενισμό του πετρελαίου. Έχει ακόμη εφαρμογές ως υλικό σε ηλεκτρονικές και ηλεκτρικές συσκευές. Το Μολυβδαίνιο είναι ένα απαραίτητο ιχνοστοιχείο στη θρέψη των φυτών. Μερικά άγονα εδάφη μπορεί να έχουν έλλειψη αυτού του στοιχείου.

Το Μολυβδαίνιο στο περιβάλλον

Το Μολυβδαίνιο διαφέρει από τα άλλα μικροθρεπτικά στοιχεία του εδάφους στο ότι είναι λιγότερο διαλυτό σε όξινα και περισσότερο διαλυτό σε αλκαλικά εδάφη, με αποτέλεσμα η διαθεσιμότητα του προς τα φυτά να είναι ευαίσθητη στο pΗ του εδάφους και τις συνθήκες αποστράγγισης. Ορισμένα φυτά μπορεί να προσλάβουν μέχρι 500 ppm Μολυβδαίνιου όταν μεγαλώνουν σε αλκαλικά εδάφη.

Επιπτώσεις του Μολυβδαίνιου στην ανθρώπινη υγεία

Με βάση πειράματα σε ζώα, το Μολυβδαίνιο και οι ενώσεις του φαίνεται να είναι εξαιρετικά τοξικές. Σε εργάτες χρονίως εκτεθειμένους σε Μολυβδαίνιο, έχουν αναφερθεί στοιχεία δυσλειτουργίας του ήπατος με υπερχολερυθριναιμία και επιπλέον, σημεία αρθρίτιδας με πόνους στις αρθρώσεις του γόνατος, των χεριών και ποδιών, με αρθρικές παραμορφώσεις, ερύθημα και οίδημα.

Το Μολυβδαίνιο είναι απαραίτητο για όλα τα είδη οργανισμών. Όπως συμβαίνει όμως και με τα άλλα ιχνοστοιχεία, αν και είναι απαραίτητο σε πολύ μικρές ποσότητες, μπορεί να είναι εξαιρετικά τοξικό σε μεγαλύτερες δόσεις. Πειράματα σε ζώα έχουν δείξει ότι η υπερβολική πρόσληψη Μολυβδαινίου προκαλεί εμβρυϊκές παραμορφώσεις, διάρροια, καθυστέρηση της ανάπτυξης, στειρότητα, χαμηλό βάρος γέννησης και ουρική αρθρίτιδα. Μπορεί επίσης να επηρεάσουν τους πνεύμονες, τα νεφρά και το ήπαρ. Το Βολφράμιο είναι ένας ανταγωνιστικός αναστολέας του Μολυβδαινίου. Η πρόσληψη Βολφραμίου με τη διατροφή μειώνει τη συγκέντρωση του Μολυβδαινίου στους ιστούς.

Η μέση ημερήσια πρόσληψη Μολυβδαινίου κυμαίνεται μεταξύ 0.12 και 0.24 mg, ανάλογα με το περιεχόμενο του στα τρόφιμα. Διαιτητικές πηγές Μολυβδαινίου περιλαμβάνουν τα φασόλια, τα μπιζέλια, τα κόκκινα κρέατα, τα αυγά, τους ηλιόσπορους, το αλεύρι σίτου, τις φακές, τα αγγούρια και τα δημητριακά ολικής αλέσεως. Είναι ένα ιχνοστοιχείο σημαντικό στα συστήματα οξείδωσης της ξανθίνης, των αλδεϋδών και των θειωδών (μεταβολισμός των αμινοξέων που περιέχουν θείο). Το Μολυβδαίνιο συμμετέχει και στο μιτοχονδριακό ένζυμο αναγωγάση αμιδοξίμης. Η οξειδάση της ξανθίνης καταλύει την οξειδωτική υδροξυλίωση των πουρινών και πυριμιδινών σε ουρικό οξύ, η οξειδάση της αλδεΰδης οξειδώνει πουρίνες, πυριμιδίνες και πτεριδίνες και συμμετέχει στο μεταβολισμό του νικοτινικού οξέος. Η δραστικότητα της οξειδάσης της ξανθίνης είναι ευθέως ανάλογη προς την ποσότητα του Μολυβδαινίου στο σώμα. Ωστόσο, η πολύ υψηλή συγκέντρωση Μολυβδαίνιου, αντιστρέφει την τάση και μπορεί να δράσει ως αναστολέας τόσο του καταβολισμού των πουρινών όσο και άλλων διαδικασιών. Η συγκέντρωση του Μολυβδαινίου επηρεάζει επίσης την πρωτεϊνική σύνθεση, τον μεταβολισμό και την ανάπτυξη. Η ανεπάρκεια ή απουσία της οξειδάσης των θειωδών οδηγεί σε νευρολογικά συμπτώματα και πρόωρο θάνατο. Οι άνθρωποι με σοβαρή έλλειψη σε Μολυβδαίνιο και κακή λειτουργία του ενζύμου οξειδάσης των θειωδών είναι επιρρεπείς στις τοξικές αντιδράσεις στα θειώδη άλατα που υπάρχουν σε πολλά τρόφιμα. Η μειωμένη πρόσληψη Μολυβδαινίου μέσω της τροφής μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της απέκκρισης του Μολυβδαινίου στα ούρα, χαμηλό ουρικό οξύ στον ορό και υπερβολική απέκκριση ξανθίνης στα ούρα. Η ανεπάρκεια του Μολυβδαινίου έχει αναφερθεί σε γενετικά σφάλματα του μεταβολισμού και σε ασθενείς που λαμβάνουν ολική παρεντερική σίτιση. Αν και οι περισσότεροι θεωρούν ότι η ανεπάρκεια σε Μολυβδαίνιο είναι ασυνήθιστη, σε μια αυστριακή μελέτη σε 1750 ασθενείς διαπιστώθηκε ότι το 41.5% είχαν ανεπάρκεια σε Μολυβδαίνιο.

Το ανθρώπινο σώμα περιέχει περίπου 0.07 mg Μολυβδαινίου ανά κιλό σωματικού βάρους, με υψηλότερες συγκεντρώσεις στο ήπαρ και τα νεφρά και χαμηλότερες στους σπονδύλους. Το Μολυβδαίνιο υπάρχει ακόμη στο σμάλτο των δοντιών και μπορεί να βοηθάει στην πρόληψη της φθοράς του. Διαιτητική ανεπάρκεια Μολυβδαινίου σχετίζεται με αυξημένα ποσοστά καρκίνου του οισοφάγου.

Ανεπάρκεια Μολυβδαινίου έχει επίσης αναφερθεί ως συνέπεια ολικής παρεντερικής διατροφής (πλήρης ενδοφλέβια σίτιση) για μεγάλες χρονικές περιόδους που είχει ως αποτέλεσμα, υψηλά επίπεδα θειωδών και ουρικού οξέος στο αίμα, με τον ίδιο τρόπο που το προκαλεί και η συγγενής έλλειψη του συμπαράγοντα του Μολυβδαινίου. Ωστόσο, οι νευρολογικές συνέπειες δεν είναι τόσο σημαντικές όσο στις περιπτώσεις συγγενούς ανεπάρκειας του συμπαράγοντα.

Τα υψηλά επίπεδα Μολυβδαινίου στον οργανισμό παρεμβαίνουν στην πρόσληψη του Χαλκού, οδηγώντας τελικά σε ανεπάρκεια Χαλκού. Το Μολυβδαίνιο παρεμβαίνει ακόμη στη δέσμευση του Χαλκό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και αυξάνει την ποσότητα του Χαλκού που απεκκρίνεται στα ούρα.

Πώς μπορεί κάποιος να διαπιστώσει αν έχει εκτεθεί στο Μολυβδαίνιο;

Η επάρκεια του οργανισμού σε Μολυβδαίνιο αξιολογείται καλύτερα από τη μέτρησή του στο ολικό αίμα. Μπορούμε να μετρήσουμε τα επίπεδα του Μολυβδαίνιου στο αίμα και στα περισσότερα βιολογικά υλικά.

Ο προσδιορισμός των μετάλλων γίνεται με την μέθοδο ICP-MS (Inductively Coupled Plasma Mass Spectrometry, Φασματομετρία Μάζας σε Επαγωγικά Συζευγμένο Πλάσμα Αργού), μιας μεθόδου που παρέχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ανίχνευσης πολλών μετάλλων. Η ευαισθησία και η ακρίβεια της είναι σημαντικά καλύτερη σε σύγκριση με τη συμβατική μέθοδο της ατομικής απορρόφησης, έχοντας την ικανότητα να μετράει μέταλλα σε συγκεντρώσεις μέχρι 1 στα 1015 (1 στα 1 τετράκις εκατομμύρια, ppq)!

 

 

Σημαντική Σημείωση

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.

Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it