Το Mycoplasma genitalium είναι ένας σεξουαλικά μεταδιδόμενος οργανισμός. Η ουρογεννητική οδός αποτελεί την πρωταρχική θέση της λοίμωξης από το Mycoplasma genitalium αλλά έχει αναφερθεί ασυμπτωματική μεταφορά του μικροοργανισμού σε ομοφυλόφιλους άνδρες (στο ορθό) και σε ασυμπτωματικές γυναίκες. Η φαρυγγική μεταφορά του μικροοργανισμού δεν έχει αναφερθεί.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η λοίμωξη από το Mycoplasma genitalium κυμαίνεται από 1 έως 4% στους άνδρες και από 1 έως 6.4% στις γυναίκες. Η φορεία του μικροοργανισμού μπορεί να είναι ασυμπτωματική. Η παρουσία του Mycoplasma genitalium είναι συχνότερη σε πληθυσμούς με υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων και μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 4% και 38%. Οι λοιμώξεις από Mycoplasma genitalium είναι πολύ πιο συχνές στους HIV-θετικούς άνδρες και γυναίκες .
Το Mycoplasma genitalium είναι υπεύθυνο για μη-γονοκοκκική ουρηθρίτιδα (NGU) σε άνδρες ανεξάρτητα από την παρουσία του Chlamydia trachomatis και του Ureaplasma spp. Είναι υπεύθυνo για το 15-20% των περιπτώσεων NGU και είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία της NGU μετά από το C. trachomatis. Το Mycoplasma genitalium σχετίζεται επίσης με το 30% των περιπτώσεων επίμονης ή υποτροπιάζουσας ουρηθρίτιδας και μπορεί να σχετίζεται με μετά-γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, βαλανοποσθίτιδα, προστατίτιδα και επιδιδυμίτιδα.
Στις γυναίκες, ο παθογόνος ρόλος του Mycoplasma genitalium είναι λιγότερο καθοριστικός από ότι στους άνδρες. Το M. genitalium μπορεί να βρεθεί στον κόλπο, τον τράχηλο και το ενδομήτριο, αλλά οι μολύνσεις από το M. genitalium είναι συνήθως ασυμπτωματικές. Μπορεί να ανιχνευθεί στο 10-30% των γυναικών με κλινική τραχηλίτιδα, κάνοντας το M. genitalium το μοναδικό ανθρώπινο μυκόπλασμα που εμπλέκεται στη δημιουργία βλεννοπυώδους τραχηλίτιδας και ουρηθρίτιδας ενώ υπάρχουν στοιχεία για τη συσχέτιση του M. genitalium με τη φλεγμονώδη νόσο της πυέλου. Το Mycoplasma genitalium μπορεί να προκαλέσει γυναικεία υπογονιμότητα, ειδικά με προσβολή των σαλπίγγων.
Το M. genitalium είναι ευαίσθητο στα αντιβιοτικά της ομάδας MLSK (Μακρολίδες-Λινκοσαμίδες-Στρεπτογραμίνες-Κετολίδες), στη λεβοφλοξασίνη και στη μοξιφλοξασίνη. Οι τετρακυκλίνες είναι επίσης ισχυρές in vitro αλλά αναφέρθηκαν πολλές θεραπευτικές αποτυχίες, παρόλο που δεν υπάρχει τεκμηριωμένα ειδική επίκτητη ανθεκτικότητα. Τα ανθεκτικά στις μακρολίδες στελέχη του M. genitalium βράθηκαν πρώτη φορά πριν από μερικά χρόνια όμως τώρα έχουν εξαπλωθεί αρκετά.
Στη Διαγνωστική Αθηνών ο έλεγχος για την παρουσία του Mycoplasma genitalium στο ουροποιογεννητικό σύστημα μπορεί να γίνει μεμονωμένα και μόνο για τον συγκεκριμένο μικροοργανισμό ενώ επιπλέον ελέγχεται συνδυαστικά μαζί με άλλους μικροοργανισμούς στις παρακάτω εργαστηριακές εξετάσεις: