Η μέτρηση του Νατρίου στα ούρα χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της οξεοβασικής ισορροπίας, της ισορροπίας του νερού, της δηλητηρίασης με νερό και της αφυδάτωσης.
Περισσότερες Πληροφορίες
Από τους ηλεκτρολύτες που μετρώνται στο αίμα, το Νάτριο (Na) έχει την υψηλότερη συγκέντρωση. Είναι το κυριότερο κατιόν στο εξωκυττάριο υγρό. Το Νάτριο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην οξεοβασική ισορροπία και τη νευρομυϊκή λειτουργία. Διατηρεί μια αντίστροφη σχέση με το επίπεδο καλίου του αίματος. Συνήθως, ο οργανισμός χρησιμοποιεί ότι χρειάζεται από την πρόσληψη Νατρίου με τη διατροφή και η περίσσεια απεκκρίνεται στα ούρα. Αυτή η ισορροπία ρυθμίζεται από διάφορους μηχανισμούς. Οποιοδήποτε πρόβλημα σε κάποιον από τους μηχανισμούς ρύθμισης μπορεί να προκαλέσει παθολογικά επίπεδα Νατρίου στο αίμα. Οι μηχανισμοί αυτοί περιλαμβάνουν την παραγωγή ορμονών που αυξάνουν (νατριουρητικό πεπτίδιο) ή μειώνουν (αλδοστερόνη) την αποβολή του Νατρίου στα ούρα και την παραγωγή της αντιδιουρητικής ορμόνης (ADH) που εμποδίζει την απώλεια ύδατος. Ένας άλλος μηχανισμός είναι η δίψα. Όταν τα επίπεδα Νατρίου στο αίμα αυξάνονται, δημιουργείται το αίσθημα της δίψας και η προκύπτουσα πρόσληψη νερού βοηθά στο να επιστρέψει το Νάτριο στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα.
Η συγκέντρωση του Νατρίου στο αίμα σχετίζεται στενά με την ισορροπία των υγρών του σώματος και στην πραγματικότητα, η συγκέντρωσή του διεγείρει τους νεφρούς στην αντιστάθμιση των μεταβολών ισορροπίας των υγρών του σώματος. Για παράδειγμα, καθώς το νερό του σώματος αυξάνει, η συγκέντρωση του Νατρίου μειώνεται. Αυτό διεγείρει τους νεφρούς για αντιστάθμιση μέσω της κατακράτησης του Νατρίου και της απέκκρισης νερού. Η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται μέσω της δράσης της αλδοστερόνης. Εάν το νερό στο σώμα μειώνεται, η συγκέντρωση του Νατρίου στο αίμα αυξάνεται. Αυτό ενεργοποιεί την έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης, με αποτέλεσμα την κατακράτηση νερού.
Η μέτρηση του Νατρίου του αίματος γίνεται όταν ο ασθενής έχει συμπτώματα ανισορροπίας Νατρίου ή διαταραχές που σχετίζονται με μη φυσιολογικά επίπεδα Νατρίου. Η κατάσταση μειωμένων επιπέδων Νατρίου στο αίμα λέγεται υπονατριαιμία. Σημεία αυτής της ανισορροπίας περιλαμβάνουν το λήθαργο, τη σύγχυση, τις κοιλιακές κράμπες, την ανησυχία, την ολιγουρία, τον ταχύ και αδύναμο σφυγμό, την κεφαλαλγία, την μειωμένη σπαργή του δέρματος, τρόμο, σπασμούς και ενδεχομένως κώμα. Υπερνατριαιμία ονομάζεται η κατάσταση που τα επίπεδα Νατρίου στο αίμα είναι πάνω από το φυσιολογικό. Σημεία αυτής της ανισορροπίας περιλαμβάνουν τους ξηρούς βλεννογόνους, τον πυρετό, τη δίψα και την ανησυχία.
Η μέτρηση των επιπέδων του Νατρίου σε ούρα 24ώρης συλλογής, είναι επίσης πολύ σημαντική στον προσδιορισμό της αιτίας των παθολογικών επιπέδων Νατρίου στο αίμα. Είναι επίσης χρήσιμη στην εκτίμηση της συμμόρφωσης ασθενών με δίαιτα φτωχή σε νάτριο. Ο προσδιορισμός του επιπέδου Νατρίου στα ούρα βοηθά στη διαφορική διάγνωση καταστάσεων με χαμηλή συγκέντρωση Νατρίου στο αίμα. Εάν η αιτία αυτής της ανωμαλίας οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη νατρίου, το επίπεδο του Νατρίου στα ούρα θα είναι επίσης χαμηλά. Ωστόσο, εάν η αιτία οφείλεται σε νεφρική δυσλειτουργία, όπως στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, το επίπεδο του Νατρίου στα ούρα θα είναι υψηλά.
Πιθανές Ερμηνείες Παθολογικών Τιμών
- Αύξηση: Υπονατριαιμία ως αποτέλεσμα νεφρικής απώλειες άλατος, οσμωτική διούρηση, νεφρική ανεπάρκεια με κατακράτηση νερού, αφυδάτωση, πυρετός, τραύμα κεφαλής, υπερνατριαιμία, υπονατριαιμία, λίθος νεφρού, νεφρωσικό σύνδρομο, τοξικότητα από σαλικυλικά, νηστεία, σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης. Φάρμακα: Καφεΐνη, καλσιτονίνη, σισπλατίνη, διουρητικά, ντοπαμίνη, ηπαρίνη, λίθιο, νιασίνη, θειικά, τετρακυκλίνη, βινκριστίνη
- Μείωση: Υπονατριαιμία που σχετίζεται με οίδημα ή με μείωση του όγκου από εξωνεφρικές αιτίες, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, διάρροια, εμφύσημα, κατακράτηση υγρών, δυσαπορρόφηση, απόφραξη πυλωρού, κοιλιοκάκη. Φάρμακα: Κορτικοστεροειδή, διαζοξίδη, επινεφρίνη, προπρανολόλη
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.