URL path: Αρχική σελίδα // Νόσος Αποθήκευσης Γλυκογόνου Τύπου 1Α (Νόσος Von Gierke), Γενετικός Έλεγχος

Νόσος Αποθήκευσης Γλυκογόνου Τύπου 1Α (Νόσος Von Gierke), Γενετικός Έλεγχος

Η νόσος αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 1Α (GSD-1A), γνωστή επίσης και ως νόσος Von Gierke, είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που ανήκει σε μια ομάδα καταστάσεων γνωστών ως νοσήματα αποθήκευσης γλυκογόνου. Το GSD1A προκύπτει συγκεκριμένα από ανεπάρκεια του ενζύμου γλυκόζη-6-φωσφατάση, το οποίο παίζει κρίσιμο ρόλο στο μεταβολισμό της γλυκόζης. Ο επιπολασμός του GSD-1A είναι 1 περίπτωση ανά 100.000 άτομα, και είναι πιο συχνός στον εβραϊκό πληθυσμό Ασκενάζι.

Ο γενετικός έλεγχος της νόσου αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 1Α (GSD-1A) συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).

Τα βασικά χαρακτηριστικά της νόσου αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 1Α περιλαμβάνουν:

  • Μειωμένη παραγωγή γλυκόζης: Η ανεπάρκεια της γλυκόζης-6-φωσφατάσης μειώνει τη μετατροπή της γλυκόζης-6-φωσφορικής σε γλυκόζη στο ήπαρ. Αυτό οδηγεί σε αδυναμία απελευθέρωσης γλυκόζης στην κυκλοφορία του αίματος κατά τις περιόδους νηστείας.
  • Υπογλυκαιμία: Τα άτομα με GSD-1A εμφανίζουν υπογλυκαιμία (χαμηλό σάκχαρο στο αίμα), ειδικά κατά τις περιόδους νηστείας ή μεταξύ των γευμάτων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως αδυναμία, κόπωση, ευερεθιστότητα και σε σοβαρές περιπτώσεις, επιληπτικές κρίσεις.
  • Διογκωμένο ήπαρ: Λόγω της υπερβολικής συσσώρευσης γλυκογόνου στο ήπαρ, τα άτομα με GSD-1A έχουν συχνά ηπατομεγαλία. Η περίσσεια γλυκογόνου δεν μπορεί να μετατραπεί ξανά σε γλυκόζη, οδηγώντας σε αποθήκευση εντός των ηπατικών κυττάρων.
  • Αυξημένο γαλακτικό οξύ στο αίμα: Ελλείψει παραγωγής γλυκόζης, το σώμα καταφεύγει σε εναλλακτικές οδούς ενέργειας, οδηγώντας στην αυξημένη παραγωγή γαλακτικού οξέος. Τα αυξημένα επίπεδα γαλακτικού οξέος στο αίμα μπορούν να συμβάλουν στη μεταβολική οξέωση.
  • Υπερλιπιδαιμία: Υπάρχει αυξημένη παραγωγή τριγλυκεριδίων και χοληστερόλης, που οδηγεί σε υπερλιπιδαιμία (αυξημένα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα).
  • Υπερουριχαιμία: Η αυξημένη διάσπαση των πουρινών από το αποθηκευμένο γλυκογόνο έχει ως αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα, οδηγώντας σε υπερουριχαιμία.

Η διαχείριση της νόσου αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 1Α περιλαμβάνει μια προσεκτικά ελεγχόμενη δίαιτα που έχει συχνά γεύματα και νυχτερινή σίτιση για την πρόληψη της παρατεταμένης νηστείας. Στόχος είναι η διατήρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και η πρόληψη της υπογλυκαιμίας. Το άμυλο καλαμποκιού χρησιμοποιείται συχνά ως πηγή γλυκόζης βραδείας αποδέσμευσης κατά τις περιόδους νηστείας. Μπορεί επίσης να χορηγηθούν φάρμακα για να βοηθήσουν στη διαχείριση συγκεκριμένων πτυχών της πάθησης.

Η τακτική παρακολούθηση, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, της ηπατικής λειτουργίας και των μεταβολικών παραμέτρων, είναι απαραίτητη για άτομα με GSD-1A. Η γενετική συμβουλευτική είναι σημαντική για τα άτομα που επηρεάζονται και τις οικογένειές τους να κατανοήσουν τον τρόπο κληρονομικότητας και να αξιολογήσουν τον κίνδυνο να έχουν προσβεβλημένα παιδιά.

Ενώ το GSD-1A είναι μια δια βίου κατάσταση, η κατάλληλη διαχείριση μπορεί να βοηθήσει τα άτομα να ζήσουν σχετικά φυσιολογική ζωή. Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων και την πρόληψη των επιπλοκών που σχετίζονται με την υπογλυκαιμία και τις μεταβολικές ανωμαλίες.

Περισσότερες Πληροφορίες

Το GSD-1A προκαλείται από την παρουσία παθογόνων παραλλαγών στο γονίδιο G6PC1 που κωδικοποιεί την άλφα υπομονάδα της γλυκόζης-6-φωσφατάσης.

Η γλυκόζη-6-φωσφατάση βρίσκεται στη μεμβράνη του ενδοπλασματικού δικτύου και μαζί με τον μεταφορέα γλυκόζης-6-φωσφορικού, γνωστό ως SLC37A4, σχηματίζει ένα μοριακό σύμπλεγμα υπεύθυνο για την παραγωγή γλυκόζης καταλύοντας το τελικό στάδιο της γλυκογονόλυσης και της γλυκονεογένεσης. Επομένως, η γλυκόζη-6-φωσφατάση είναι ένα βασικό ένζυμο στη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και η διαταραχή της έχει ως αποτέλεσμα την παθογόνο συσσώρευση γλυκογόνου και λίπους στο ήπαρ.

Οι παθογόνες παραλλαγές στο SLC37A4 ευθύνονται για τη νόσο αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 1Β (GSD-1B), η οποία αναλύεται και στη Διαγνωστική Αθηνών. Περίπου το 80% των ατόμων με GSD I έχουν τύπου IA και το 20% έχουν τύπο ΙΒ.

Μέχρι και 100 παθογόνες παραλλαγές στο G6PC1 είναι επί του παρόντος γνωστές. Αν και η νόσος ακολουθεί έναν αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας, έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν παραλλαγές που μπορούν να προκαλέσουν τη νόσο σε σύνθετη ετεροζυγωτία. Οι πιο συχνές παραλλαγές στους Εβραίους Ασκενάζι είναι οι c.247C>T και c.1039C>T, ενώ η κυρίαρχη μετάλλαξη στο G6PC1 στους πληθυσμούς της Ανατολικής Ασίας είναι c.648G>T. Η παραλλαγή c.248G>A είναι κοινή σε ασθενείς από την Κίνα όπου αντιπροσωπεύει το 38% των αλληλόμορφων.

Η μετάλλαξη c.247C>T με τη σειρά της έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με διαφορετική εθνοτική καταγωγή τόσο στην ομοζυγωτία όσο και στην σύνθετη ετεροζυγωτία. Αυτή η παραλλαγή δημιουργεί μια αλλαγή στα αμινοξέα που αλλάζει τη δευτερογενή δομή του ενζύμου και μειώνει σημαντικά τη δραστηριότητά του. Το c.247C>T αντιπροσωπεύει το 32% των μεταλλαγμένων αλληλόμορφων ευρωπαϊκής προέλευσης και το 93%-100% στους Εβραίους Ασκενάζι.

Η παραλλαγή c.1039C>T παράγει ένα πρώιμο κωδικόνιο τερματισμού με αποτέλεσμα μια μη λειτουργική κολοβωμένη πρωτεΐνη. Αυτή η μετάλλαξη αντιπροσωπεύει το 22% των μεταλλαγμένων αλληλόμορφων στον πληθυσμό του Καυκάσου.

Ο γενετικός έλεγχος της ασθένειας αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 1Α αναλύει τις 15 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου G6PC1.

Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it