URL path: Αρχική σελίδα // Νόσος Αποθήκευσης Γλυκογόνου Τύπου 3, Γενετικός Έλεγχος

Νόσος Αποθήκευσης Γλυκογόνου Τύπου 3, Γενετικός Έλεγχος

Η νόσος αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 3 (GSD3), επίσης γνωστή ως νόσος Cori ή νόσος Forbes, είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που επηρεάζει το μεταβολισμό του γλυκογόνου. Προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο AGL, που οδηγεί σε ανεπάρκεια του ενζύμου αποδιακλάδωσης του γλυκογόνου (GDE), το οποίο είναι απαραίτητο για τη διάσπαση του γλυκογόνου. Η ασθένεια προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο AGL, με αποτέλεσμα έλλειμμα στο ένζυμο GDE. Το ένζυμο GDE δρα μαζί με το ένζυμο φωσφορυλάση του γλυκογόνου κατά τη διάσπαση του γλυκογόνου (μιας ουσίας που χρησιμοποιεί το σώμα για την αποθήκευση γλυκόζης). Η ανεπάρκεια μπορεί να επηρεάσει το ήπαρ και τους μύες (υποτύπος 3α) ή μόνο το ήπαρ (υποτύπος 3β). Ο επιπολασμός του υπολογίζεται σε περίπου 1 περίπτωση ανά 100.000 γεννήσεις (μπορεί να είναι υψηλότερος στους Βορειοαφρικανούς).

Ο γενετικός έλεγχος της νόσου αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 3 (GSD3) συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).

Τα βασικά χαρακτηριστικά της νόσου αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 3 περιλαμβάνουν:

  • Συσσώρευση μη φυσιολογικού γλυκογόνου: Λόγω της ανεπάρκειας του ενζύμου αποδιακλάδωσης του γλυκογόνου, υπάρχει συσσώρευση μη φυσιολογικού γλυκογόνου με μακρούς εξωτερικούς κλάδους σε διάφορους ιστούς, ιδιαίτερα στο ήπαρ και τους μύες.
  • Ηπατομεγαλία (διευρυμένο ήπαρ): Τα άτομα με GSD3 συχνά παρουσιάζουν διόγκωση του ήπατος (ηπατομεγαλία). Η περίσσεια γλυκογόνου δεν μπορεί να διασπαστεί σωστά, οδηγώντας σε αποθήκευση εντός των ηπατικών κυττάρων.
  • Υπογλυκαιμία (χαμηλό σάκχαρο αίματος): Όπως και άλλες ασθένειες αποθήκευσης του γλυκογόνου, το GSD3 μπορεί να προκαλέσει υπογλυκαιμία, ειδικά κατά τις περιόδους νηστείας ή μεταξύ των γευμάτων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως αδυναμία, κόπωση και σε σοβαρές περιπτώσεις, επιληπτικές κρίσεις.
  • Μυϊκή αδυναμία: Το GSD3 μπορεί να οδηγήσει σε μυϊκή αδυναμία και μυοπάθεια. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολία στον συντονισμό και την κινητικότητα των μυών.
  • Καθυστέρηση ανάπτυξης: Τα παιδιά με GSD3 μπορεί να εμφανίσουν καθυστέρηση της ανάπτυξης και καθυστερημένη εφηβεία.
  • Μυοκαρδιοπάθεια: Σε ορισμένες περιπτώσεις, το GSD3 μπορεί να συσχετιστεί με την ανάπτυξη μυοκαρδιοπάθειας, η οποία είναι μια κατάσταση που επηρεάζει τον καρδιακό μυ.
  • Υπερβολικό γλυκογόνο στους μύες: Εκτός από τη συμμετοχή του ήπατος, το GSD3 μπορεί να οδηγήσει στη συσσώρευση γλυκογόνου στους μυϊκούς ιστούς, συμβάλλοντας σε συμπτώματα που σχετίζονται με τους μυς.

Η διάγνωση της νόσου αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 3 περιλαμβάνει κλινική αξιολόγηση, εξετάσεις αίματος και γενετικό έλεγχο για τον εντοπισμό μεταλλάξεων στο γονίδιο AGL. Οι απεικονιστικές μελέτες, όπως οι υπέρηχοι ή οι μαγνητικές τομογραφίες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση του μεγέθους του ήπατος και της συμμετοχής των μυών.

Η διαχείριση του GSD3 περιλαμβάνει διαιτητικά μέτρα που στοχεύουν στη διατήρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, συμπεριλαμβανομένων συχνών γευμάτων, συμπληρωμάτων με άμυλο καλαμποκιού και μερικές φορές τη χρήση νυχτερινής σίτισης. Η τακτική παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας, των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και της μυϊκής λειτουργίας είναι απαραίτητη.

Ενώ η νόσος αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 3 είναι μια δια βίου κατάσταση, η κατάλληλη διαχείριση μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς να ζήσουν σχετικά φυσιολογική ζωή. Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων και την πρόληψη των επιπλοκών που σχετίζονται με την υπογλυκαιμία, τη διόγκωση του ήπατος και τα συμπτώματα που σχετίζονται με τους μύες. Η γενετική συμβουλευτική είναι σημαντική για τα άτομα που επηρεάζονται και τις οικογένειές τους προκειμένου να κατανοήσουν τον τρόπο κληρονομικότητας και να αξιολογήσουν τον κίνδυνο να έχουν προσβεβλημένα παιδιά.

Περισσότερες Πληροφορίες

Το GSD3 προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο AGL που κωδικοποιεί το ένζυμο αποκλάδωσης γλυκογόνου (GDE). Η ασθένεια προκαλείται τόσο από την παρουσία δύο αντιγράφων της ίδιας παραλλαγής (ομοζυγωτία) όσο και από την παρουσία ενός αντιγράφου δύο διαφορετικών παθογόνων παραλλαγών στην AGL (σύνθετη ετεροζυγωτία). Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από την επίδραση των παραλλαγών στο ένζυμο GDE.

Η παθογόνος παραλλαγή c.2039G>A έχει περιγραφεί τόσο σε ομοζυγώτες όσο και σε σύνθετους ετεροζυγώτες. Η μετάλλαξη εισάγει ένα πρώιμο κωδικόνιο τερματισμού με αποτέλεσμα μια μη λειτουργική κολοβωμένη πρωτεΐνη. Η συχνότητά του εκτιμάται ότι είναι περίπου το 10% των μεταλλαγμένων αλληλόμορφων.

Δύο παραλλαγές, οι c.2590C>T και c.3682C>T αντιπροσωπεύουν περίπου το 28% των παθογόνων παραλλαγών που εντοπίζονται σε άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής. Και στα δύο, η αλλαγή νουκλεοτιδίου παράγει ένα πρώιμο κωδικόνιο τερματισμού. Ως συνέπεια, δημιουργείται μια μη λειτουργική κολοβωμένη πρωτεΐνη. Έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις ασθενών που φέρουν τη μετάλλαξη σε ομυζυγωτία, ετεροζυγωτία και σύνθετη ετεροζυγωτία, αν και η παρουσία σημαντικού αριθμού ασυμπτωματικών ατόμων υποδηλώνει ατελή διείσδυση.

Ο γενετικός έλεγχος της νόσου αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου 3 αναλύει τις 12 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου AGL.

Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it