URL path: Αρχική σελίδα // Οφθαλμοδερματικός Αλφισμός Τύπου 2, Γενετικός Έλεγχος

Οφθαλμοδερματικός Αλφισμός Τύπου 2, Γενετικός Έλεγχος

Ο οφθαλμοδερματικός αλφισμός τύπου 2 (OCA2) είναι ένας άλλος υποτύπος οφθαλμοδερματικού αλφισμού (ή αλμπινισμού) που χαρακτηρίζεται από μια γενετική μετάλλαξη που επηρεάζει την παραγωγή μελανίνης στο δέρμα, τα μαλλιά και τα μάτια. Σε αντίθεση με το οφθαλμοδερματικό αλφισμό τύπου 1, στον τύπου 2 υπάρχει κάποια υπολειμματική δραστηριότητα του ενζύμου τυροσινάση, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη σύνθεση της μελανίνης. Ο οφθαλμοδερματικός αλφισμός τύπου 2 αναφέρεται μερικές φορές ως «θετικός στην τυροσινάση αλφισμός». Ο παγκόσμιος επιπολασμός της οφθαλμοδερματικού αλφισμού τύπου 2 εκτιμάται ότι είναι 1 στις 38.000, με εξαίρεση τον αφρικανικό πληθυσμό, που έχει επιπολασμό 1 στις 3.900.

Ο γενετικός έλεγχος του οφθαλμοδερματικού αλφισμού τύπου 2 συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).

Τα βασικά χαρακτηριστικά και πτυχές του οφθαλμοδερματικού αλφισμού τύπου 2 είναι:

  • Γενετική βάση: Ο οφθαλμοδερματικός αλφισμός τύπου 2 προκαλείται κυρίως από μεταλλάξεις στο γονίδιο OCA2. Το γονίδιο OCA2 παρέχει οδηγίες για την παραγωγή μιας πρωτεΐνης που συμμετέχει στη ρύθμιση της παραγωγής μελανίνης. Οι μεταλλάξεις σε αυτό το γονίδιο μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένη σύνθεση μελανίνης.
  • Μεταβλητή μελάγχρωση: Τα άτομα με οφθαλμοδερματικό αλφισμό τύπου 2 έχουν συνήθως περισσότερη μελάγχρωση από αυτά με αλφισμό τύπου 1. Το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών και των ματιών μπορεί να ποικίλλει ευρέως και μπορεί να περιλαμβάνει μια σειρά αποχρώσεων από πολύ ανοιχτό έως καφέ. Ο βαθμός μελάγχρωσης επηρεάζεται από διάφορους γενετικούς παράγοντες.
  • Χαρακτηριστικά των ματιών: Τα μάτια των ατόμων με οφθαλμοδερματικό αλφισμό τύπου 2 έχουν συχνά μπλε ή γκριζωπή απόχρωση και μπορεί να φαίνονται πιο ανοιχτόχρωμα από αυτά των ατόμων χωρίς αλφισμό. Ο νυσταγμός (ακούσια κίνηση των ματιών) και ο στραβισμός (κακή ευθυγράμμιση των ματιών) είναι συχνοί, συμβάλλοντας σε προβλήματα όρασης.
  • Χρώμα μαλλιών και δέρματος: Το χρώμα των μαλλιών σε άτομα οφθαλμοδερματικό αλφισμό τύπου 2 μπορεί να κυμαίνεται από ξανθό έως καστανό. Το χρώμα του δέρματος ποικίλλει από πολύ ανοιχτό έως ανοιχτό καφέ. Ενώ τα άτομα με OCA2 έχουν περισσότερη μελάγχρωση από αυτά με OCA1, εξακολουθούν να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ηλιακού εγκαύματος και βλάβης του δέρματος.
  • Βλάβη όρασης: Ο οφθαλμοδερματικός αλφισμός τύπου 2 σχετίζεται με προβλήματα όρασης, συμπεριλαμβανομένης της μειωμένης οπτικής οξύτητας και της ευαισθησίας στο φως. Τα προβλήματα όρασης μπορεί να επηρεάσουν τις καθημερινές δραστηριότητες και μπορεί να απαιτούν οπτικά βοηθήματα για βελτίωση.
  • Διαχείριση: Η διαχείριση του οφθαλμοδερματικού αλφισμού τύπου 2 περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των συνεπειών της μειωμένης παραγωγής μελανίνης. Τα μέτρα αντηλιακής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης αντηλιακού, γυαλιών ηλίου και προστατευτικού ρουχισμού, είναι σημαντικά για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου δερματικής βλάβης που προκαλείται από τον ήλιο. Μπορεί επίσης να χρειασθούν οπτικά βοηθήματα και παρεμβάσεις για την υποστήριξη ατόμων με προβλήματα όρασης.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ ο οφθαλμοδερματικός αλφισμός τύπου 2 σχετίζεται με λιγότερο σοβαρή μείωση της χρωστικής σε σύγκριση με τον τύπου 1, εξακολουθεί να παρουσιάζει προκλήσεις που σχετίζονται με την όραση και την υγεία του δέρματος.

Περισσότερες Πληροφορίες

Τα άτομα με οφθαλμοδερματικό αλφισμό τύπου 2 έχουν παθογόνες παραλλαγές στο γονίδιο που ονομάζεται OCA2. Αυτό το γονίδιο παράγει μια πρωτεΐνη που συμμετέχει στη μεταφορά του ενζύμου τυροσινάση στο μελανόσωμα και ως εκ τούτου, οι αλλαγές στο γονίδιο OCA2 επηρεάζουν την παραγωγή μελανίνης.

O οφθαλμοδερματικός αλφισμός τύπου 2 ακολουθεί έναν αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας και μπορεί να εκδηλωθεί σε σύνθετη ετεροζυγωτία, ειδικά σε μη Αφρικανούς ασθενείς.

Η διαφορά με τον οφθαλμοδερματικό αλφισμό τύπου 1 είναι ότι φαινοτυπικά η μορφή του τύπου 2 είναι λιγότερο σοβαρή και οι ασθενείς συσσωρεύουν μικρές ποσότητες μελανίνης με την πρόοδο της ηλικίας.

Υπάρχουν και άλλα σύνδρομα που μπορεί να εκδηλωθούν με τον αλφισμό και να επηρεάσουν άλλα γονίδια όπως τα Hermansky Publak, Angelman και Prader-Willi.

Έχει παρατηρηθεί ότι η παρουσία παθογόνων παραλλαγών OCA2 θα μπορούσε να σχετίζεται με μεγαλύτερη προδιάθεση για ανάπτυξη ορισμένων τύπων μελανωμάτων.

Μία από τις πιο γνωστές παθογόνες παραλλαγές που περιγράφονται στο γονίδιο OCA2 είναι η c.1327 C>T ή V443I που είναι η πιο συχνή στους ασθενείς της Βόρειας Ευρώπης. Αρκετοί συγγραφείς έχουν παρατηρήσει ότι η παρουσία αυτής της παραλλαγής σε ομόζυγη ή στην σύνθετη ετερόζυγη κατάσταση (ένα αντίγραφο αυτής της μετάλλαξης μαζί με ένα άλλο αντίγραφο μιας άλλης μετάλλαξης στο γονίδιο OCA2 ή σε άλλα γονίδια που σχετίζονται με τον αλφισμό τύπου 2) προκαλεί οφθαλμοδερματικό αλφισμό.

Μια άλλη παθογόνος μετάλλαξη στο γονίδιο OCA2 που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη οφθαλμοδερματικού αλφισμού είναι η c.1441 C>T ή A481T, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτηματικά σχετικά με την παθογένειά της, οπότε εάν υπάρχει αυτή η μετάλλαξη, τα δεδομένα θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή και με βάση τη συμπτωματολογία. Η παραλλαγή c.1441 C>T μειώνει τη λειτουργία της πρωτεΐνης στο 70% προκαλώντας μια μέτρια μορφή της νόσου όταν βρίσκεται σε σύνθετη ετεροζυγωτία με άλλη παθογόνο παραλλαγή. Σε ομοζυγωτία η c.1441 C>T μπορεί να μην είναι επιβλαβής.

Ο γενετικός έλεγχος του οφθαλμοδερματικού αλφισμού τύπου 2 αναλύει τις 10 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου OCA2.

Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it