URL path: Αρχική σελίδα // Οιστραδιόλη (E2)

Οιστραδιόλη (E2)

Η μέτρηση της οιστραδιόλης στον ορό χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Αξιολόγηση του υπογοναδισμού και της ολιγο-αμηνόρροιας σε γυναίκες
  • Αξιολόγηση της κατάστασης των ωοθηκών, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης των ωοθυλακίων, σε πρωτόκολλα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (π.χ. εξωσωματική γονιμοποίηση)
  • Σε συνδυασμό με μέτρηση της ωχρινοποιητικής ορμόνης, για την παρακολούθηση της θεραπείας υποκατάστασης των οιστρογόνων σε υπογοναδικές προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες
  • Αξιολόγηση της θηλεοποίησης συμπεριλαμβανομένης της γυναικομαστίας, σε άνδρες
  • Για τη διάγνωση νεοπλασμάτων που παράγουν οιστρογόνα σε άνδρες και σε μικρότερο βαθμό, σε γυναίκες
  • Για την εργαστηριακή διαγνωστική προσέγγιση (μεταξύ άλλων εξετάσεων) της πρώιμης και καθυστερημένης ήβης σε γυναίκες και σε μικρότερο βαθμό, σε άνδρες
  • Για την εργαστηριακή διαγνωστική προσέγγιση (μεταξύ άλλων εξετάσεων) των διαταραχών του μεταβολισμού των στεροειδών ορμονών του φύλου (π.χ. ανεπάρκεια αρωματάσης και ανεπάρκεια 17 α-υδροξυλάσης)
  • Ως συμπληρωματική εξέταση στον έλεγχο της οστεπόρωσης, για την αξιολόγηση του κινδύνου καταγμάτων μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών
  • Παρακολούθηση της ορμονοθεραπείας υποκατάστασης σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση
  • Παρακολούθηση της θεραπείας με αντι-οιστρογόνα (π.χ. θεραπεία με αναστολείς της αρωματάσης)
Περισσότερες Πληροφορίες

Τα οιστρογόνα βρίσκονται στο σώμα σε διάφορες μορφές, και περιλαμβάνουν την οιστραδιόλη, την οιστριόλη και την οιστρόνη. Δεδομένου ότι τα οιστρογόνα παράγονται από το φλοιό των επινεφριδίων, τις ωοθήκες και τους όρχεις, ο προσδιορισμός των επιπέδων των οιστρογόνων μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αξιολόγηση και των τριών αδένων.

Η οιστραδιόλη (Ε2, 17-β-οιστραδιόλη) είναι η πιο δραστική από τις μορφές των οιστρογόνων στη διέγερση της ανάπτυξης του ενδομητρίου. Καταστέλλει επίσης την παραγωγή της θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και διεγείρει την παραγωγή της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH). Η οιστραδιόλη παράγεται από μετατροπή της τεστοστερόνης. Τα επίπεδα της οιστραδιόλης χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της λειτουργίας των ωοθηκών καθώς και στη διάγνωση των αιτιών της πρώιμης ήβης στα κορίτσια και της γυναικομαστίας στους άνδρες. Χρησιμοποιείται συχνά για να καθοριστεί αν η αμηνόρροια είναι αποτέλεσμα εμμηνόπαυσης, εγκυμοσύνης, ή κάποιου άλλου ιατρικού προβλήματος. Σε ασθενείς με προβλήματα υπογονιμότητας, μετρήσεις οιστραδιόλης λαμβάνονται πριν από την εξωσωματική γονιμοποίηση. Η μέτρηση της οιστραδιόλης μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης.

Η οιστριόλη (Ε3) μετράται συνήθως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για να αξιολογήσει τη λειτουργία του πλακούντα και την υγεία του εμβρύου. Η οιστριόλη, μαζί με την α-φετοπρωτεΐνη (AFP) και την χοριακή γοναδοτροπίνη (HCG), μετρώνται μαζί σαν «άλφα τεστ ή τριπλό τεστ» για την εκτίμηση του κινδύνου της εγκύου να κυοφορεί έμβρυο με γενετικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Down.

Η οιστρόνη (Ε1) προέρχεται από την μετατροπή της ανδροστενεδιόνης κυρίως στο φλοιό των επινεφριδίων. Η λειτουργία της δεν είναι σαφώς κατανοητή, αλλά αυξημένα επίπεδα οιστρόνης χωρίς ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα προγεστερόνης, έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του ενδομητρίου. Τα επίπεδα οιστρόνης μπορεί να χρησιμοποιηθούν επιβοηθητικά στη διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών, του συνδρόμου Turner, του υποϋποφυσισμού, της γυναικομαστίας (στους άνδρες) και της εμμηνόπαυσης.

Πιθανές Ερμηνείες Παθολογικών Τιμών
 
  • Αύξηση: Υπερπλασία των επινεφριδίων, όγκοι επινεφριδίων, κίρρωση, όγκοι ωοθηκών που εκκρίνουν οιστρογόνα, ηπατική ανεπάρκεια, σύνδρομο Klinefelter, φυσιολογική εγκυμοσύνη, πρώιμη εφηβεία, νεφρική ανεπάρκεια, όγκοι όρχεων
  • Μείωση: Αμηνόρροια, νευρογενής ανορεξία, έντονη άσκηση, υπογοναδισμός, υποϋποφυσισμός, εμμηνόπαυση, ανεπάρκεια ωοθηκών, σύνδρομο Stein-Leventhal, σύνδρομο Turner
  • Φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των οιστρογόνων: Αμπικιλλίνη, διαιθυλοστιλβεστρόλη, οιστρογόνα, υδροχλωροθειαζίδη, μεπροβαμάτη, από του στόματος αντισυλληπτικά, φαιναζοπυριδίνη, προχλωρπεραζίνη, τετρακυκλίνη
  • Φάρμακα που μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα των οιστρογόνων: Κλομιφαίνη, δεξαμεθαζόνη, αναστολείς οιστρογόνων

Δείτε επίσης

Οιστραδιόλη (Ε2), Κύηση

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it