URL path: Αρχική σελίδα // QuantiFERON

QuantiFERON

Το QuantiFERON (Κουαντιφερόν) είναι μια εξέταση αίματος που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση λοίμωξης από φυματίωση (TB). Είναι μια εναλλακτική λύση στην παραδοσιακή δερματική εξέταση φυματίνης (TST), επίσης γνωστή ως δερματική εξέταση Mantoux. Το QuantiFERON βασίζεται στη δοκιμασία απελευθέρωσης ιντερφερόνης-γ (IGRAs) και συχνά αναφέρεται ως δοκιμασία IGRA.

Η εξέταση QuantiFERON μετρά την ανοσολογική απόκριση των λευκών αιμοσφαιρίων ενός ατόμου στην παρουσία του βακτηρίου που προκαλεί φυματίωση, του Mycobacterium tuberculosis. Αυτό επιτυγχάνεται με τη διέγερση των λεμφοκυττάρων σε δείγμα αίματος με συγκεκριμένα αντιγόνα φυματίωσης και στη συνέχεια τη μέτρηση της ποσότητας ιντερφερόνης-γ που απελευθερώνεται ως απόκριση. Η ιντερφερόνη-γ είναι μια πρωτεΐνη που παράγεται από το ανοσοποιητικό σύστημα όταν συναντά το βακτήριο της φυματίωσης.

Το πλεονέκτημα του QuantiFERON έναντι της δερματικής δοκιμασίας φυματίνης (Mantoux) είναι ότι δεν απαιτεί από τον εξεταζόμενο να επιστρέψει σε μια δεύτερη επίσκεψη στον γιατρό του για να διαβάσει τα αποτελέσματα της εξέτασης. Τα αποτελέσματα είναι επίσης λιγότερο πιθανό να επηρεαστούν από προηγούμενο εμβολιασμό κατά της φυματίωσης (π.χ. με το εμβόλιο Bacillus Calmette-Guérin ή BCG) και ορισμένα μυκοβακτηρίδια του περιβάλλοντος.

Το QuantiFERON μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει στη διάγνωση της λανθάνουσας φυματίωσης (LTBI), γεγονός που σημαίνει ότι ένα άτομο έχει μολυνθεί με βακτήρια φυματίωσης αλλά δεν έχει ενεργό φυματίωση. Χρησιμοποιείται επίσης για να καθορίσει εάν κάποιος χρειάζεται θεραπεία για την πρόληψη της ανάπτυξης ενεργού φυματίωσης. Βοηθά στον εντοπισμό ατόμων που κινδυνεύουν να αναπτύξουν ενεργό φυματίωση στο μέλλον.

Η εξέταση QuantiFERON περιλαμβάνει συνήθως ειδικά αντιγόνα φυματίωσης, όπως το ESAT-6, το CFP-10 και το TB7.7. Αυτά τα αντιγόνα δεν βρίσκονται στο εμβόλιο BCG το οποίο χρησιμοποιείται για την πρόληψη της φυματίωσης και επομένως η εξέταση είναι λιγότερο πιθανό να δώσει ψευδώς θετικά αποτελέσματα σε άτομα που έχουν εμβολιαστεί με BCG.

Τα αποτελέσματα αναφέρονται ως Διεθνείς Μονάδες (IU/mL) ιντερφερόνης-γ που απελευθερώνεται ως απόκριση στα αντιγόνα της φυματίωσης. Ένα θετικό αποτέλεσμα δείχνει ότι ο εξεταζόμενος έχει μολυνθεί με φυματίωση, όμως δεν μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ λανθάνουσας και ενεργού λοίμωξης. Επίσης, ψευδώς αρνητικά και ψευδώς θετικά αποτελέσματα είναι δυνατόν να συμβούν.

Λανθάνουσα φυματίωση

Η λανθάνουσα φυματίωση (LTBI) αναφέρεται στην κατάσταση όπου ένα άτομο έχει μολυνθεί με τα βακτήρια που προκαλούν φυματίωση (Mycobacterium tuberculosis), αλλά δεν έχει ενεργό νόσο. Με άλλα λόγια, τα βακτήρια είναι παρόντα στο σώμα, αλλά βρίσκονται σε ανενεργή ή λανθάνουσα κατάσταση. Τα άτομα με LTBI δεν παρουσιάζουν συμπτώματα φυματίωσης και δεν είναι μεταδοτικά σε άλλους.

Τα βασικά σημεία της λανθάνουσας φυματίωσης περιλαμβάνουν:

  • Χωρίς συμπτώματα: Τα άτομα με λανθάνουσα φυματίωση δεν αισθάνονται άρρωστα και δεν βιώνουν τα τυπικά συμπτώματα της ενεργού φυματίωσης, όπως βήχα, πυρετό, απώλεια βάρους και νυχτερινές εφιδρώσεις.
  • Έλεγχος λοιμώξεων: Αν και τα άτομα με λανθάνουσα φυματίωση δεν είναι μολυσματικά, υπάρχει κίνδυνος η λοίμωξη να γίνει ενεργή στο μέλλον. Ως εκ τούτου, η λανθάνουσα φυματίωση αποτελεί σημαντικό ζήτημα για τη δημόσια υγεία και τον έλεγχο των λοιμώξεων.
  • Κίνδυνος εξέλιξης: Η λανθάνουσα φυματίωση μπορεί να εξελιχθεί σε ενεργό φυματίωσης, ειδικά σε άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή, αλλά ο κίνδυνος είναι υψηλότερος εντός των δύο πρώτων ετών από τη μόλυνση.
  • Έλεγχος και διάγνωση: Ο έλεγχος για λανθάνουσα φυματίωση γίνεται συνήθως χρησιμοποιώντας εξετάσεις όπως η δερματική δοκιμασία φυματίνης (δοκιμασία Mantoux) ή δοκιμασίες απελευθέρωσης ιντερφερόνης-γ (IGRAs), όπως το QuantiFERON. Ένα θετικό αποτέλεσμα υποδεικνύει την παρουσία φυματίωσης.
  • Θεραπεία: Στα άτομα με λανθάνουσα φυματίωση μπορεί να παρασχεθεί προληπτική θεραπεία για τη μείωση του κινδύνου εξέλιξης της λοίμωξης σε ενεργό νόσο. Κοινά φάρμακα για τη θεραπεία LTBI περιλαμβάνουν την ισονιαζίδη (INH) και τη ριφαμπικίνη.
  • Ομάδες υψηλού κινδύνου: Ορισμένες ομάδες ανθρώπων διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης ενεργού φυματίωσης από LTBI, συμπεριλαμβανομένων ατόμων με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα (π.χ. οροθετικά άτομα), πρόσφατων επαφών ενεργών περιπτώσεων φυματίωσης και εκείνων από περιοχές με υψηλό επιπολασμό φυματίωσης.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η λανθάνουσα φυματίωση είναι μια διαφορετική κατάσταση από την ενεργό φυματίωση. Η ενεργός φυματίωση χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενεργού νόσου και συμπτωμάτων, ενώ η LTBI αντιπροσωπεύει μια λανθάνουσα λοίμωξη χωρίς συμπτώματα. Ο εντοπισμός και η θεραπεία της LTBI είναι ένα σημαντικό μέτρο πρόληψης και προστασίας της δημόσιας υγείας από την εξάπλωση της φυματίωσης.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it