URL path: Αρχική σελίδα // Ρεζιστίνη

Ρεζιστίνη

Αυτή εξέταση μετράει τη ρεζιστίνη, μια αδιποκίνη που εκκρίνεται κυρίως από τα μακροφάγα στον άνθρωπο και συμμετέχει στη ρύθμιση της φλεγμονής, της ινσουλινοαντίστασης και των μεταβολικών διεργασιών. Αρχικά ταυτοποιήθηκε σε σχέση με την παχυσαρκία και τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αλλά σήμερα αναγνωρίζεται ως κρίσιμος συνδετικός κρίκος μεταξύ του μεταβολικού εκτροχιασμού και της χρόνιας, χαμηλού βαθμού φλεγμονής. Αποτελεί έναν νέο βιοδείκτη που συμμετέχει σε ενδοκρινικές και ανοσορυθμιστικές διαδικασίες, που λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ της έμφυτης ανοσίας και της ενεργειακής ομοιόστασης. Αυξημένα επίπεδα ρεζιστίνης έχουν συσχετιστεί με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, την αθηροσκλήρωση, την ινσουλινοαντίσταση και φλεγμονώδεις παθήσεις όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου.

Στη μεταβολική ρύθμιση, η ρεζιστίνη συμμετέχει στην αναστολή των μονοπατιών σηματοδότησης της ινσουλίνης, οδηγώντας σε μείωση της πρόσληψης γλυκόζης και σε συστηματική ινσουλινοαντίσταση. Ο ρόλος αυτός είναι ιδιαίτερα έντονος σε άτομα με σπλαχνική παχυσαρκία, όπου η διήθηση των λιποκυττάρων από μακροφάγα αυξάνει την παραγωγή ρεζιστίνης. Επιπλέον, επηρεάζει την ηπατική παραγωγή γλυκόζης και τον μεταβολισμό των λιπιδίων, συμβάλλοντας στην εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου και διαβήτη τύπου 2. Αυξημένα επίπεδα ρεζιστίνης ανιχνεύονται συχνά σε άτομα με παχυσαρκία, υπεργλυκαιμία ή δυσλιπιδαιμία και συσχετίζονται με τους δείκτες ινσουλινοαντίστασης όπως η αυξημένη ινσουλίνη νηστείας και ο δείκτης HOMA-IR.

Εκτός του μεταβολισμού, η ρεζιστίνη εμφανίζει έντονη προφλεγμονώδη δράση. Διεγείρει την παραγωγή κυτοκινών όπως ο TNF-α, η IL-6 και η IL-1β και αυξάνει την έκφραση μορίων προσκόλλησης και ενδοθηλίνης-1, προκαλώντας ενδοθηλιακή δυσλειτουργία και αγγειακή φλεγμονή. Οι μηχανισμοί αυτοί καθιστούν τη ρεζιστίνη πιθανό δείκτη με συμμετοχή στην αθηρογένεση και σε καρδιαγγειακά επεισόδια. Σε χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, τα επίπεδα της ρεζιστίνης είναι συνήθως αυξημένα, ενισχύοντας τον ρόλο της στην προσέλκυση ανοσοκυττάρων και στην ενεργοποίηση των κυτοκινών. Στο συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τα υψηλά επίπεδα ρεζιστίνης σχετίζονται με τη βαρύτητα και τη δραστηριότητα της νόσου.

Χαμηλά επίπεδα ρεζιστίνης παρατηρούνται σπανιότερα, αλλά μπορεί να υπάχουν σε άτομα με χαμηλή λιπώδη μάζα, περιορισμένη συστηματική φλεγμονή ή σε ορισμένα ορμονικά ή γενετικά πλαίσια που καταστέλλουν την έκφραση της ρεζιστίνης. Αν και συνήθως δεν συνδέονται με παθολογικές καταστάσεις, τα χαμηλά επίπεδα συμβάλλουν στη διαγνωστική ερμηνεία, ιδίως σε μελέτες μεταβολισμού ή παρεμβάσεις που αξιολογούν τις επιδράσεις αλλαγών στον τρόπο ζωής ή στη φαρμακευτική αγωγή.

Ως πολυλειτουργική αδιποκίνη, η ρεζιστίνη ενοποιεί σήματα από τον λιπώδη ιστό, τα ανοσοκύτταρα και το μεταβολισμό. Η μέτρησή της προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη σύνθετη διασταύρωση μεταβολικών και φλεγμονωδών μονοπατιών και αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία ως προγνωστικός δείκτης σε μεταβολικά, καρδιαγγειακά και αυτοάνοσα νοσήματα.

Σημαντική Σημείωση

Η μέτρηση της ρεζιστίνης πραγματοποιείται μόνο για ερευνητικούς λόγους στα πλαίσια κλινικών μελετών και πειραματικών πρωτοκόλλων.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it