Η ριζομελική στικτή χονδροδυσπλασία τύπου 1 (RCDP1) είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που εμπίπτει στην κατηγορία των διαταραχών βιογένεσης των υπεροξεισωμάτων (PBDs). Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από σκελετικές ανωμαλίες, διανοητική αναπηρία και ορισμένα ξεχωριστά χαρακτηριστικά του προσώπου. Η ριζομελική στικτή χονδροδυσπλασία τύπου 1 προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο PEX7, το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία των υπεροξισωμάτων. Ο επιπολασμός της ριζομελικής στικτής χονδροδυσπλασίας τύπου 1 εκτιμάται ότι είναι 1 στα 100.000 άτομα.
Ο γενετικός έλεγχος της ριζομελικής στικτής χονδροδυσπλασίας τύπου 1 (RCDP1) συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της ριζομελικής στικτής χονδροδυσπλασίας τύπου 1 είναι:
- Σκελετικές ανωμαλίες: Τα άτομα με ριζομελική στικτή χονδροδυσπλασία τύπου 1 παρουσιάζουν τυπικά ριζομελική βράχυνση των άκρων, πράγμα που σημαίνει ότι τα εγγύς τμήματα των άκρων (όπως οι βραχίονες και οι μηροί) είναι πιο κοντά σε σχέση με το υπόλοιπο τμήμα των άκρων. Μπορεί επίσης να υπάρχουν συσπάσεις των αρθρώσεων και άλλες σκελετικές ανωμαλίες.
- Χαρακτηριστικά προσώπου: Τα χαρακτηριστικά του προσώπου που σχετίζονται με την RCDP1 μπορεί να περιλαμβάνουν προεξέχον μέτωπο, πεπλατυσμένη γέφυρα της μύτης, μικρή μύτη με εμφανή ρουθούνια και μικρό στόμα.
- Διανοητική αναπηρία: Η διανοητική αναπηρία είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό της νόσου. Η σοβαρότητα μπορεί να ποικίλλει και τα επηρεαζόμενα άτομα μπορεί να έχουν αναπτυξιακές καθυστερήσεις.
- Δυσλειτουργία υπεροξεισωμάτων: Τα υπεροξεισώματα είναι κυτταρικά οργανίδια που συμμετέχουν σε διάφορες μεταβολικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της διάσπασης ορισμένων λιπαρών οξέων. Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο PEX7 οδηγούν σε διαταραχή της λειτουργίας των υπεροξεισωμάτων, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση ουσιών όπως το φυτανικό οξύ και λιπαρών οξέων πολύ μακράς αλυσίδας στο σώμα.
- Διάγνωση: Η διάγνωση της ριζομελικής στικτής χονδροδυσπλασίας τύπου 1 βασίζεται τυπικά σε κλινικά χαρακτηριστικά, ακτινολογικά ευρήματα και επιβεβαίωση μέσω γενετικού ελέγχου για τον εντοπισμό μεταλλάξεων στο γονίδιο PEX7.
- Θεραπεία: Δεν υπάρχει θεραπεία για την ριζομελική στικτή χονδροδυσπλασία τύπου 1 και η θεραπεία επικεντρώνεται στη διαχείριση των συμπτωμάτων και στην παροχή υποστηρικτικής φροντίδας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αντιμετώπιση των σκελετικών ανωμαλιών, φυσικοθεραπεία και παρεμβάσεις για την υποστήριξη των γνωστικών και αναπτυξιακών αναγκών.
Περισσότερες Πληροφορίες
Τα υπεροξεισώματα είναι κυτταρικά οργανίδια που περιέχουν ένζυμα που συμμετέχουν στη β-οξείδωση. Οι ασθενείς με ριζομελική στικτή χονδροδυσπλασία τύπου 1 έχουν παθογόνες παραλλαγές στο γονίδιο PEX7 που κωδικοποιεί την υπεροξίνη 7, μια πρωτεΐνη που εμπλέκεται στη μεταφορά ορισμένων ενζύμων στα οργανίδια (όπως τα PTS2, PHYH και ACAA1). Το RCDP χαρακτηρίζεται επίσης από μειωμένη ικανότητα για τη σύνθεση πλασμαλογόνων, τα οποία είναι φωσφολιπίδια της μεμβράνης που συμμετέχουν στη δομή και τις λειτουργίες της κυτταρικής μεμβράνης.
Μέχρι σήμερα, έχουν περιγραφεί περίπου 80 παθογόνες παραλλαγές στο γονίδιο PEX7. Από αυτές, η c.875T>A (p.Leu292Ter) είναι η πιο κοινή παραλλαγή που προκαλεί τη ριζομελική στικτή χονδροδυσπλασία τύπου 1 στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Αυτή η παραλλαγή δημιουργεί ένα πρώιμο κωδικόνιο τερματισμού που παράγει μια κολοβωμένη και επομένως μη λειτουργική πρωτεΐνη. Οι ασθενείς με δύο αντίγραφα αυτής της μετάλλαξης έχουν πολύ χαμηλά επίπεδα πλασμαλογόνου και νόσο με τον κλασικό φαινότυπο.
Από την άλλη πλευρά, οι παραλλαγές c.903+1G>C (IVS9DS) και c.653C>T (p.Ala218Val) αντιπροσωπεύουν το 17% των μεταλλαγμένων αλληλόμορφων. Το πρώτο δημιουργεί μια αλλαγή στη θέση διάσπασης και ματίσματος του mRNA του τελευταίου ιντρονίου που δημιουργεί ένα τροποποιημένο πρωτεϊνικό προϊόν. Το δεύτερο δημιουργεί μια αλλαγή της πρωτεΐνης στο κωδικόνιο 218, η οποία σε ομοζυγωτία ή σε συνδυασμό με άλλες μεταλλάξεις στο γονίδιο PEX7, σχετίζεται με την παρουσία της νόσου. Και οι δύο μεταλλάξεις ελέγχονται από το παρόν τεστ.
Η παραλλαγή c.649G>A (p.Gly217Arg) έχει ως αποτέλεσμα μια μη συντηρητική αλλαγή αμινοξέος που δημιουργεί μια ελαττωματική πρωτεΐνη που δεν μπορεί να φτάσει στο υπεροξείσωμα. Η αλληλική του συχνότητα είναι περίπου 4% στα προσβεβλημένα άτομα.
Η μετάλλαξη c.345T>G(p.Tyr115Ter) παράγει ένα πρόωρο κωδικόνιο λήξης με αποτέλεσμα μια κολοβωμένη μορφή της πρωτεΐνης και έχει ταυτοποιηθεί σε ασθενείς με ριζομελική στικτή χονδροδυσπλασία τύπου 1.
Ο γενετικός έλεγχος της ριζομελικής στικτής χονδροδυσπλασίας τύπου 1 αναλύει τις 5 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου PEX7.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).