Η συγγενής στάσιμη νυχτερινή τύφλωση 1C (CSNB1C) είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που επηρεάζει την όραση, ιδιαίτερα σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Είναι ένας υπότυπος συγγενούς στάσιμη νυχτερινής τύφλωσης, μια ομάδα κληρονομικών διαταραχών του αμφιβληστροειδούς που χαρακτηρίζονται από μειωμένη νυχτερινή όραση. Η συγγενής στάσιμη νυχτερινή τύφλωση (CSNB) είναι μια ομάδα σπάνιων, κλινικά ετερογενών, μη προοδευτικών διαταραχών του αμφιβληστροειδούς που εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία. Τα γονίδια που εμπλέκονται στις διάφορες μορφές του CSNB κωδικοποιούν πρωτεΐνες που συμμετέχουν στον καταρράκτη φωτομεταγωγής που είναι σημαντικές στη σηματοδότηση του αμφιβληστροειδούς από τους φωτοϋποδοχείς (κωνία και ραβδία) στα γειτονικά νευρικά κύτταρα.
Ο γενετικός έλεγχος της συγγενούς στάσιμης νυχτερινής τύφλωσης 1C συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Τα κρίσιμα χαρακτηριστικά της CSNB1C περιλαμβάνουν:
- Γενετική βάση: Η CSNB1C προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο CACNA1F. Αυτό το γονίδιο παρέχει οδηγίες για την παραγωγή μιας πρωτεΐνης που παίζει κρίσιμο ρόλο στη λειτουργία των κυττάρων φωτοϋποδοχέων στον αμφιβληστροειδή.
- Κληρονομικότητα: Η CSNB1C κληρονομείται συνήθως με φυλοσύνδετο υπολειπόμενο τρόπο, που σημαίνει ότι το ελαττωματικό γονίδιο βρίσκεται στο χρωμόσωμα Χ. Ως αποτέλεσμα, η κατάσταση παρατηρείται συχνότερα στους άνδρες. Τα θηλυκά άτομα που φέρουν ένα μεταλλαγμένο γονίδιο μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί φορείς.
- Προβλήματα όρασης: Τα άτομα με CSNB1C αντιμετωπίζουν δυσκολία στην όραση σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, όπως τη νύχτα ή σε περιβάλλοντα με χαμηλό φωτισμό. Η όραση κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι γενικά φυσιολογική.
- Νυσταγμός: Πολλά άτομα με CSNB1C μπορεί να παρουσιάσουν ακούσιες κινήσεις των ματιών, γνωστές ως νυσταγμός, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την όραση.
- Ηλεκτροαμφιβληστροειδογράφημα (ERG): Διαγνωστικές εξετάσεις, όπως το ηλεκτροαμφιβληστροειδογράφημα, μπορούν να βοηθήσουν στην επιβεβαίωση της παρουσίας της CSNB1C. Το ERG μετρά τις ηλεκτρικές αποκρίσεις του αμφιβληστροειδούς στη διέγερση του φωτός και σε άτομα με CSNB1C, η απόκριση είναι μη φυσιολογική.
- Θεραπεία και διαχείριση: Επί του παρόντος, δεν υπάρχει θεραπεία για τη CSNB1C και η θεραπεία επικεντρώνεται στη διαχείριση των συμπτωμάτων. Οπτικά βοηθήματα και συσκευές που έχουν σχεδιαστεί για να βοηθούν στην όραση σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού μπορεί να είναι χρήσιμα.
- Πρόγνωση: Η πρόγνωση για τα άτομα με CSNB1C ποικίλλει. Ενώ η κατάσταση δεν επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου, η διαχείριση των καθημερινών δραστηριοτήτων και η προσαρμογή σε περιβάλλοντα χαμηλού φωτισμού μπορεί να δημιουργήσει διάφορα προβλήματα.
Η γενετική συμβουλευτική είναι απαραίτητη για τις οικογένειες που επηρεάζονται από τη CSNB1C προκειμένου να κατανοήσουν το πρότυπο κληρονομικότητας και τους πιθανούς κινδύνους.
Η συγγενής στάσιμη νυχτερινή τύφλωση μπορεί να προκληθεί από μεταλλάξεις σε έως και 17 γονίδια, συμπεριλαμβανομένου του TRPM1, το οποίο επηρεάζεται στη CSNB τύπου 1C.
Η συγγενής στάσιμη νυχτερινή τύφλωση μπορεί να έχει φυλοσύνδετο ή αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας. Το 40% των περιπτώσεων CBNS πλήρους τύπου αντιπροσωπεύονται από μεταλλάξεις στα γονίδια NYX και GRM6, τα οποία είναι γονίδια που εμπλέκονται στον καταρράκτη φωτομεταγωγής από τα ραβδία του αμφιβληστροειδούς στους διπολικούς νευρώνες. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, το 60% των περιπτώσεων συγγενούς στατικής νυχτερινής τύφλωσης παραμένουν άσχετες με μεταλλάξεις σε ένα συγκεκριμένο γονίδιο. Σήμερα πιστεύεται ότι αυτό το 60% οφείλεται σε μεταλλάξεις στο γονίδιο TRPM1 και ότι αυτές οι περιπτώσεις ακολουθούν ένα αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας.
Το γονίδιο TRPM1 κωδικοποιεί ένα κανάλι κατιόντων στη μεμβράνη των δενδριτικών άκρων των ΟΝ-διπολικών κυττάρων. Αυτά τα κύτταρα είναι νευρώνες που συνδέουν τους φωτοϋποδοχείς (κωνία και ραβδία) με τα γαγγλιακά κύτταρα που βρίσκονται στο εξωτερικό τμήμα του αμφιβληστροειδούς και από τα οποία προέρχεται το οπτικό νεύρο. Οι μεταλλάξεις σε αυτό το γονίδιο μπορούν να προκαλέσουν ανεπάρκεια στη σηματοδότηση και, ως εκ τούτου, στην ενεργοποίηση των διπολικών νευρώνων, οδηγώντας στην εμφάνιση συγγενούς στάσιμης νυχτερινής τύφλωσης 1C.
Ο γενετικός έλεγχος για τη συγγενή στάσιμη νυχτερινή τύφλωση 1C, αναλύει τις 7 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου TRPM1.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις του γονιδίου που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στο προς έλεγχο γονίδιο και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).