Το σύνδρομο Dubin-Johnson (JDS) είναι μια σπάνια, κληρονομική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από συσσώρευση χολερυθρίνης στο ήπαρ. Η χολερυθρίνη είναι μια κίτρινη-καφέ χρωστική ουσία που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής διάσπασης των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Σε άτομα με σύνδρομο Dubin-Johnson, υπάρχει μια διαταραχή στη μεταφορά της χολερυθρίνης μέσα στα ηπατικά κύτταρα, οδηγώντας στη συσσώρευσή της στους ιστούς του ήπατος. Ο επιπολασμός του συνδρόμου Dubin-Johnson στον γενικό πληθυσμό είναι άγνωστος και επηρεάζει άτομα όλων των εθνικοτήτων, αλλά είναι πιο συνηθισμένο μεταξύ των Ιρανών και Μαροκινών Εβραίων, με μέγιστο επιπολασμό 1 περίπτωση ανά 1.300 άτομα.
Ο γενετικός έλεγχος του συνδρόμου Dubin-Johnson συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Τα βασικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου Dubin-Johnson περιλαμβάνουν:
- Ίκτερος: Το πιο αξιοσημείωτο σύμπτωμα είναι ο ίκτερος, ο οποίος είναι κιτρίνισμα του δέρματος και των ματιών λόγω των αυξημένων επιπέδων χολερυθρίνης.
- Σκουρόχρωμα ούρα: Η χολερυθρίνη μπορεί επίσης να κάνει τα ούρα να φαίνονται πιο σκουρόχρωμα.
- Διόγκωση του ήπατος: Το ήπαρ μπορεί να διογκωθεί, αλλά αυτή η κατάσταση συνήθως δεν οδηγεί σε ηπατική βλάβη ή μειωμένη ηπατική λειτουργία.
- Ασυμπτωματική: Σε πολλές περιπτώσεις, τα άτομα με σύνδρομο Dubin-Johnson μπορεί να μην εμφανίσουν σημαντικά προβλήματα υγείας και η κατάσταση μπορεί να ανακαλυφθεί τυχαία.
Το σύνδρομο Dubin-Johnson θεωρείται γενικά μια καλοήθης και μη προοδευτική κατάσταση. Ο ίκτερος που σχετίζεται με τη διαταραχή είναι συνήθως διαλείπων και μπορεί να προκληθεί από παράγοντες όπως το στρες, η εμφάνιση άλλων νοσημάτων, η εγκυμοσύνη και η χρήση από του στόματος αντισυλληπτικών.
Η θεραπεία για το σύνδρομο Dubin-Johnson γενικά δεν είναι αναγκαία, καθώς η κατάσταση είναι συνήθως ήπια και δεν προκαλεί σημαντικά προβλήματα υγείας. Η διαχείριση μπορεί να περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια των επεισοδίων ίκτερου, αλλά η μακροπρόθεσμη πρόγνωση είναι γενικά ευνοϊκή.
Το σύνδρομο προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο ABCC2, το οποίο κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη που συμμετέχει στη μεταφορά χολερυθρίνης στα ηπατικά κύτταρα. Ο τρόπος κληρονομικότητας είναι συνήθως αυτοσωμικός υπολειπόμενο, γεγονός που σημαίνει ότι τα άτομα με σύνδρομο Dubin-Johnson κληρονομούν δύο αντίγραφα του μεταλλαγμένου γονιδίου (ένα από κάθε γονέα).
Η διάγνωση συνήθως επιβεβαιώνεται μέσω εργαστηριακών εξετάσεων που μετρούν τα επίπεδα χολερυθρίνης στο αίμα και τα ούρα. Βιοψία ήπατος μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί για να εκτιμηθεί η παρουσία χρωστικής στα ηπατικά κύτταρα.
Το σύνδρομο Dubin-Johnson μεταδίδεται ως αυτοσωματικό υπολειπόμενο χαρακτηριστικό και προκαλείται από ομόζυγες ή σύνθετες ετερόζυγες μεταλλάξεις στο γονίδιο ABCC2. Αυτό το γονίδιο κωδικοποιεί τον μεταφορέα μεμβράνης γνωστό ως «κασέτα δέσμευσης ΑΤΡ υποοικογένεια C μέλος 2» που μεσολαβεί στη ροή της συζευγμένης χολερυθρίνης με γλυκουρονίδιο και άλλων συζευγμένων οργανικών ανιόντων από ηπατοκύτταρα στη χολή. Το γονίδιο ABCC2 είναι επίσης γνωστό ως cMOAT από το "Canalicular Multispecific Organic Anion Transporter" ή ως MRP2 από το "Multidrug Resistance Protein 2".
Η πιο κοινή παραλλαγή σε άτομα με σύνδρομο Dubin-Johnson είναι η c.2302 C>T ή p.Arg768Trp. Η μετάλλαξη p.Arg768Trp στην περιοχή δέσμευσης των νουκλεοτιδίων εμποδίζει τη σωστή τοποθέτηση και ωρίμανση του μεταφορέα και προκαλεί νεογνική χολόσταση.
Ο γενετικός έλεγχος του συνδρόμου Dubin-Johnson αναλύει τις 4 συχνότερες παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου ABCC2.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις του γονιδίου που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στο προς έλεγχο γονίδιο και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).