Η υποκαλιαιμική περιοδική παράλυση (ΥΠΠ) είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από επεισόδια μυϊκής αδυναμίας ή παράλυσης, που συχνά συνοδεύονται από χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα (υποκαλιαιμία). Αυτά τα επεισόδια συμβαίνουν συνήθως ξαφνικά και μπορεί να διαρκέσουν από μερικές ώρες έως μερικές ημέρες. Η υποκαλιαιμική περιοδική παράλυση είναι μία από τις πολλές μορφές περιοδικής παράλυσης, καθεμία με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Ο επιπολασμός της νόσου υπολογίζεται σε 1-9 περιπτώσεις ανά 100.000. Η έναρξη της υποκαλιαιμικής περιοδικής παράλυσης μπορεί να είναι στην παιδική ή εφηβική ηλικία, γύρω στη δεύτερη δεκαετία της ζωής.
Ο γενετικός έλεγχος της υποκαλιαιμικής περιοδικής παράλυσης (ΥΠΠ) συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της Υποκαλιαιμικής Περιοδικής Παράλυσης περιλαμβάνουν:
- Επεισοδιακή αδυναμία ή παράλυση: Τα άτομα με υποκαλιαιμική περιοδική παράλυση εμφανίζουν επεισόδια μυϊκής αδυναμίας ή παράλυσης, που συνήθως αφορούν τα άκρα. Η αδυναμία μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή και τα επεισόδια μπορεί να προκληθούν από διάφορους παράγοντες, όπως η ξεκούραση μετά την άσκηση, τα γεύματα με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, το στρες και ορισμένα φάρμακα.
- Υποκαλιαιμία: Κατά τη διάρκεια επεισοδίων αδυναμίας, τα επίπεδα καλίου στο αίμα πέφτουν κάτω από το φυσιολογικό εύρος. Ωστόσο, μεταξύ των επεισοδίων, τα επίπεδα καλίου επιστρέφουν γενικά στο φυσιολογικό.
- Ενεργοποιητές: Ορισμένοι παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν επεισόδια αδυναμίας και αυτοί οι παράγοντες ενεργοποίησης μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των ατόμων. Οι συνήθεις παράγοντες που προκαλούν είναι η ξεκούραση μετά την άσκηση, η κατανάλωση γευμάτων με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, το άγχος, η κατανάλωση αλκοόλ και ορισμένα φάρμακα.
- Έναρξη και διάρκεια: Η έναρξη των συμπτωμάτων εμφανίζεται συχνά στην εφηβεία ή στην πρώιμη ενήλικη ζωή. Η διάρκεια των επεισοδίων μπορεί να ποικίλλει και ορισμένα άτομα μπορεί να έχουν σπάνια επεισόδια, ενώ άλλα μπορεί να τα εμφανίζουν πιο συχνά.
- Οικογενειακό ιστορικό: Η υποκαλιαιμική περιοδική παράλυση συχνά κληρονομείται με αυτοσωματικό επικρατή τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο με τη νόσο έχει 50% πιθανότητα να μεταδώσει την πάθηση σε καθένα από τα παιδιά του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η υποκαλιαιμική περιοδική παράλυση μπορεί επίσης να εμφανιστεί σποραδικά χωρίς οικογενειακό ιστορικό.
Η υποκαλιαιμική περιοδική παράλυση προκαλείται κυρίως από μεταλλάξεις σε γονίδια που κωδικοποιούν κανάλια ιόντων στα μυϊκά κύτταρα, ιδιαίτερα το γονίδιο CACNA1S και το γονίδιο SCN4A. Αυτές οι μεταλλάξεις διαταράσσουν τη φυσιολογική λειτουργία των διαύλων ιόντων, οδηγώντας σε ανώμαλη κίνηση του καλίου μέσα και έξω από τα μυϊκά κύτταρα, γεγονός που συμβάλλει σε επεισόδια αδυναμίας.
Η διαχείριση της υποκαλιαιμικής περιοδικής παράλυσης περιλαμβάνει την πρόληψη και τη διαχείριση των επεισοδίων αδυναμίας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει διατροφικές τροποποιήσεις, όπως η αποφυγή γευμάτων με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και σε ορισμένες περιπτώσεις, συμπλήρωμα καλίου. Μπορεί να χορηγηθούν φάρμακα όπως η ακεταζολαμίδη για να βοηθήσουν στην πρόληψη επεισοδίων αλλάζοντας την οξύτητα στα μυϊκά κύτταρα.
Οι διαφοροποιήσεις του τρόπου ζωής, όπως η τακτική άσκηση και η αποφυγή των ερεθισμάτων, είναι σημαντικά συστατικά της διαχείρισης της νόσου. Συνιστάται η γενετική συμβουλευτική για τα άτομα που επηρεάζονται και τις οικογένειές τους για να κατανοήσουν τον τρόπο κληρονομικότητας και να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με τον οικογενειακό προγραμματισμό. Η τακτική παρακολούθηση με έναν νευρολόγο ή έναν ειδικό σε νευρομυϊκές διαταραχές, είναι απαραίτητη για τη συνεχή φροντίδα και διαχείριση.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η υποκαλιαιμική περιοδική παράλυση είναι μια διαταραχή με μεταβλητή διεισδυτικότητα, ειδικά στις γυναίκες, που ανήκει σε μια ομάδα μυϊκών παθήσεων που περιλαμβάνουν μη φυσιολογική λειτουργία των διαύλων ιόντων. Έχουν επίσης αναφερθεί σποραδικές περιπτώσεις και de novo μεταλλάξεις.
Περίπου το 70% των περιπτώσεων σχετίζονται με μεταλλάξεις στο γονίδιο CACNA1S, το οποίο κωδικοποιεί την άλφα 1 υπομονάδα του διαύλου ασβεστίου και το 10% των περιπτώσεων συνδέεται με μεταλλάξεις στο γονίδιο SCN4A, το οποίο κωδικοποιεί την άλφα υπομονάδα του διαύλου νατρίου .
Μέσα στο γονίδιο CACNA1S ξεχωρίζουν οι ακόλουθες μεταλλάξεις που προκαλούν τη νόσο: c.3716G>A (p.Arg1239His), c.3715C>G (p.Arg1239Gly), c.1583G>A (p.Arg528His) και 2691G>T (σελ. Arg897Ser). Αυτές οι αλλαγές αμινοξέων μεταβάλλουν τις ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες του διαύλου ιόντων και τη διαπερατότητά του προκαλώντας εκπόλωση της μεμβράνης.
Μεταξύ των μεταλλάξεων που περιγράφονται στο γονίδιο SCN4A, ξεχωρίζουν οι c.3472C>T (p.Pro1158Ser), c.2006G>A (p.Arg669His), c.2015G>A (p.Arg672His), c.3395G>A (p.Arg1132Gln) και c.664C>T (p.Arg222Trp). Οι περισσότερες παραλλαγές στο γονίδιο SCN4A που προκαλούν νόσο, χαρακτηρίζονται από την ανταλλαγή μιας αργινίνης (θετικά φορτισμένης) με άλλα μη φορτισμένα αμινοξέα. Αυτή η υποκατάσταση μεταβάλλει τις ιδιότητες αγωγιμότητας των διαύλων ιόντων προκαλώντας την παθοφυσιολογία της νόσου.
Ο γενετικός έλεγχος της υποκαλιαιμικής περιοδικής παράλυσης αναλύει τις 5 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου CACNA1S συν τις 12 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου SCN4A.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).