URL path: Αρχική σελίδα // Β2 Γλυκοπρωτεΐνη 1 (β2-GP1), Αντισώματα IgM

Β2 Γλυκοπρωτεΐνη 1 (β2-GP1), Αντισώματα IgM

Η ανίχνευση των αντισωμάτων έναντι της β2 γλυκοπρωτεΐνης 1 χρησιμοποιείται στη διερεύνηση ασθενών με αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο.

Η β2 γλυκοπρωτεΐνη 1 (β2-GP1, ονομάζεται επίσης απολιποπρωτεΐνη H) είναι ένα πολυπεπτίδιο 326 αμινοξέων που συντίθεται από ηπατοκύτταρα, ενδοθηλιακά κύτταρα και τα κύτταρα της τροφοβλάστης. Συμπλέγματα β2-GP1 και φωσφολιπιδίων in vivo, παρουσιάζουν επίτοπους που αντιδρούν με φυσικά αυτοαντισώματα. Στο αίμα φυσιολογικών ατόμων μπορεί να υπάρχουν χαμηλές συγκεντρώσεις IgG αυτοαντισωμάτων έναντι της β2-GP1 που αντιδρούν με μέτρια συγγένεια.

Παθολογικά επίπεδα αντισωμάτων έναντι της β2-GP1 υπάρχουν σε ασθενείς που πάσχουν από αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο (APS). Ασθενείς με αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο μπορεί να εμφανίσουν μια ποικιλία κλινικών συμπτωμάτων, κυρίως θρόμβωση, επιπλοκές της εγκυμοσύνης, ανεξήγητες δερματικές διαταραχές (δικτυωτή πελλίωση, γαγγραινώδες πυόδερμα), θρομβοκυτταροπενία, αιμολυτική αναιμία και μη-βακτηριακή θρομβωτική ενδοκαρδίτιδα. Τα αντισώματα έναντι της β2-GP1 έχουν βρεθεί σε αυξημένη συχνότητα σε ασθενείς με συστηματικά αυτοάνοσα νοσήματα όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.

Τα αυτοαντισώματα έναντι της β2-GP1 μπορούν να μετρηθούν στο εργαστήριο με διαφορετικούς τύπους εξετάσεων, συμπεριλαμβανομένων των ανοσολογικών εξετάσεων και των λειτουργικών εξετάσεων πήξης. Οι ανοσολογικές εξετάσεις για τα αντισώματα έναντι της β2-GP1 μπορεί να πραγματοποιηθούν χρησιμοποιώντας είτε ένα σύνθετο υπόστρωμα που αποτελείται από τη β2-GP1 μαζί με ανιονικά φωσφολιπίδια (π.χ. καρδιολιπίνη ή φωσφατιδυλοσερίνη) ή τη β2-GP1 μόνη της. Τα αντισώματα που ανιχνεύονται με ανοσολογικές εξετάσεις που χρησιμοποιούν σύνθετα υποστρώματα, συνήθως αναφέρονται ως αντι-φωσφολιπιδικά ή αντισώματα καρδιολιπίνης. Τα αντισώματα που ανιχνεύονται χρησιμοποιώντας τη β2-GP1 μόνη της χωρίς φωσφολιπίδια, αναφέρονται ως «αντισώματα έναντι της β2-GP1». Μερικά αντισώματα έναντι της β2-GP1 είναι ικανά να αναστέλλουν το σχηματισμό θρόμβων σε λειτουργικές δοκιμασίες πήξης που περιέχουν χαμηλές συγκεντρώσεις φωσφολιπιδικών συμπαραραγόντων. Τα αντισώματα που ανιχνεύονται με τις λειτουργικές δοκιμασίες πήξης, αναφέρονται συνήθως ως αντιπηκτικό λύκου.

Η διάγνωση του αντιφωσφολιπιδικού συνδρόμου, απαιτεί να πληρούνται τουλάχιστον 1 κλινικό και 1 εργαστηριακό κριτήριο. Τα κλινικά κριτήρια περιλαμβάνουν την αγγειακή θρόμβωση (αρτηριακή ή φλεβική σε οποιοδήποτε όργανο ή ιστό) και τις επιπλοκές της εγκυμοσύνης (ανεξήγητο θάνατο του εμβρύου, πρόωρο τοκετό, σοβαρή προεκλαμψία ή ανεπάρκεια του πλακούντα). Άλλες κλινικές εκδηλώσεις που συχνά συνδέονται με το σύνδρομο, συμπεριλαμβανομένων της καρδιακής βαλβιδοπάθειας, της δικτυωτής πελλίωσης, της θρομβοκυτταροπενίας, της νεφροπάθειας, των νευρολογικών συμπτωμάτων, δεν συμπεριλαμβάνονται στα διαγνωστικά κριτήρια. Τα εργαστηριακά κριτήρια για τη διάγνωση του αντιφωσφολιπιδικού συνδρόμου είναι η παρουσία του αντιπηκτικού λύκου, η παρουσία IgG και / ή IgM αντισωμάτων καρδιολιπίνης και η παρουσία IgG και / ή IgM αντισωμάτων έναντι της β2-GP1. Όλα τα αντισώματα πρέπει να δειχθούν για 2 ή περισσότερες φορές που απέχουν χρονικά τουλάχιστον 12 εβδομάδες. Τα αντισώματα έναντι της β2-GP1 είναι κάπως πιο ειδικά (αλλά λιγότερο ευαίσθητα) για τη διάγνωση του αντιφωσφολιπιδικού συνδρόμου. Τα αντισώματα έναντι της καρδιολιπίνης και έναντι της β2-GP1 της τάξης IgA, δεν αποτελούν μέρος των εργαστηριακών κριτηρίων λόγω της μικρής ειδικότητας τους.

Πιθανές Ερμηνείες Παθολογικών Τιμών
 
  • Αύξηση: Αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, θρόμβωση, θρομβοπενία, επαναλαμβανόμενες αποβολές, σύφιλη, οξεία λοίμωξη, ηλικιωμένα άτομα. Ψευδώς θετικά αποτελέσματα έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα όπως χλωροπρομαζίνη, υδραλαζίνη, πενικιλίνη, φαινυτοϊνη, προκαϊναμίδη, κινιδίνη.

 

 

Σημαντική Σημείωση

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.

Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it