Ο έλεγχος της Τ κυτταρικής ανοσίας έναντι του κορωνοϊού αποτελεί σημαντικό εργαστηριακό εργαλείο για την αξιολόγηση της ανοσίας σε άτομα που έχουν νοσήσει με COVID-19 ή έχουν εμβολιαστεί με οποιοδήποτε εμβόλιο έναντι του SARS-CoV-2.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι και οι δύο πυλώνες του ανοσοποιητικού συστήματος, τα αντισώματα και η απόκριση των κυττάρων Τ (κυτταρική ανοσία), είναι σημαντικοί για την λειτουργία της ανοσίας έναντι των επανεμφανίσεων του SARS-CoV-2. Φαίνεται ότι τόσο τα ειδικά IgG αντισώματα εναντίον της υπομονάδας S1 της πρωτεΐνης της ακίδας (S) του SARS-CoV-2 όσο και τα ειδικά έναντι του ίδιου αντιγόνου Τ-κύτταρα, παίζουν τους πιο σημαντικούς ρόλους στην εξουδετέρωση του ιού και στη διατήρηση της ανοσίας.
Προκειμένου να αποκτήσει κάποιος ανοσία έναντι του SARS-CoV-2, πρέπει να μπορεί να δημιουργήσει επαρκή ανοσοαπόκριση που να τον προστατεύει από μελλοντική μόλυνση. Αυτό μπορεί να μετρηθεί αναζητώντας σε δείγματα αίματος τα ειδικά έναντι του ιού αντισώματα. Δυστυχώς, οι αποκρίσεις αντισωμάτων μειώνονται φυσιολογικά με την πάροδο του χρόνου και υπάρχουν πλέον πολλές περιπτώσεις όπου τα άτομα με θετικό COVID-19 ιστορικό ή εμβολιασμένα, δεν έχουν πλέον ανιχνεύσιμα αντισώματα. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη προστασία από ιούς δεν προέρχεται μόνο από αντισώματα, αλλά από κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που ονομάζονται Τ-κύτταρα ή Τ-Λεμφοκύτταρα, τα οποία παίζουν κρίσιμο ρόλο στον έλεγχο και την εξάλειψη των ιογενών λοιμώξεων. Υπάρχει μια αυξανόμενη αποδοχή μεταξύ των ανοσολόγων ότι η ανοσολογική απόκριση των Τ κυττάρων διαρκεί περισσότερο και είναι απαραίτητη προκειμένου να δημιουργηθεί μια αποτελεσματική και προστατευτική ανοσία. Το μέγεθος και η χρονική περίοδος της απόκρισης των Τ-κυττάρων που προστατεύει από την εκ νέου μόλυνση παραμένει προς το παρόν άγνωστη, αλλά αποτελεί περιοχή έντονου επιστημονικού ενδιαφέροντος.
Ο έλεγχος της κυτταρικής ανοσίας παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την απόκριση του ασθενούς στα αντιγόνα του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2, δίνοντας έτσι στους κλινικούς ιατρούς καλύτερη εργαστηριακή εικόνα για τη διαχείριση των ασθενών τους.
Κλινική χρησιμότητα
Η εξέταση Κορωνοϊός SARS-CoV-2 (COVID-19), Τ Κυτταρική Ανοσία της Διαγνωστικής Αθηνών μετράει την απόκριση των Τ λεμφοκυττάρων σε ειδικά αντιγόνα του SARS-CoV-2 (πρωτεΐνη Spike).
Ο έλεγχος της κυτταρικής ανοσίας με αυτόν τον τρόπο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο σε μελέτες που αξιολογούν την κυτταρική ανοσοαπόκριση σε άτομα μολυσμένα ή εμβολιασμένα έναντι του SARS-CoV-2.
Πληροφορίες για τον SARS-CoV-2
Ο Κορωνοϊός-2 του Σοβαρού Οξέος Αναπνευστικού Συνδρόμου (Severe Acute Respiratory Syndrome Coronavirus 2, SARS-CoV-2) είναι ένας θετικός, μονόκλωνος ιός RNA που προκαλεί την ασθένεια του κορωνοϊού 2019 (COVID-19). Όπως και άλλοι κορωνοϊοί που μολύνουν τον άνθρωπο, ο SARS-CoV-2 μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη τόσο στο ανώτερο όσο και στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα. Τα συμπτώματα κυμαίνονται από ήπια (όπως το κοινό κρυολόγημα) μέχρι σοβαρά (όπως πνευμονία) τόσο σε υγιείς όσο και σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Η μετάδοση του κορωνοϊού SARS-CoV-2 συμβαίνει κυρίως μέσω των σταγονιδίων του αναπνευστικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων της COVID-19, τα συμπτώματα μπορεί να είναι μη ειδικά και να μοιάζουν με άλλες κοινές λοιμώξεις της αναπνευστικής οδού, όπως η γρίπη.
Αντιγόνα και πρωτεΐνες του SARS-CoV-2
Το μονόκλωνο RNA γονιδίωμα του SARS-CoV-2 κωδικοποιεί έναν αριθμό διαφορετικών πρωτεϊνών, συμπεριλαμβανομένων πρωτεϊνών της ακίδας (S), του φακέλου (E), της μεμβράνης (M) και του νουκλεοκαψιδίου (N). Ο κορωνοϊός πήρε το όνομά του από τις προεξέχουσες γλυκοπρωτεΐνες που εμφανίζονται στο φάκελο του ιού (κορώνα / κορόνα / στέμμα). Η γλυκοπρωτεΐνη ακίδας αποτελείται από δύο υπομονάδες, την S1 και την S2. Η υπομονάδα S1 περιέχει την περιοχή δέσμευσης της ιικής πρωτεΐνης, δηλαδή του σημείου που μεσολαβεί στη σύνδεση του ιού με την επιφανειακή πρωτεΐνη (κυρίως την πρωτεΐνη ACE2) στα κύτταρα στόχους του ανθρώπου. Η υπομονάδα S2 είναι ιδιαίτερα διατηρημένη μεταξύ των διαφόρων στελεχών του ιού, και για αυτό αποτελεί πρωταρχικό στόχο για την ανάπτυξη των περισσότερων εμβολίων. Η πρωτεΐνη του νουκλεοκαψιδίου (Ν) είναι μια πρωτεΐνη που δεσμεύει το RNA και είναι απαραίτητη για την αντιγραφή και μεταγραφή του ιικού γονιδιώματος. Η Ν πρωτεΐνη είναι επίσης καλά διατηρημένη μεταξύ των διαφόρων κορωνοϊών και έχει επίσης αποδειχθεί ότι επάγει ανοσοαπόκριση. Εξαιτίας της μεγάλης της έκφρασης, είναι ανιχνεύσιμη καθόλη τη διάρκεια της μόλυνσης.
Κυτταρική ανοσία έναντι του SARS-CoV-2
Η ανοσολογική κατάσταση των ατόμων που έχουν αναρρώσει από τον SARS-CoV-2 έχει διαπιστωθεί ότι είναι πολύ μεταβλητή ανάλογα με την ένταση της λοίμωξης, τις θεραπείες που έλαβαν και το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την ανάρρωση τους. Επιπλέον, η ανοσολογική απάντηση που αναπτύχθηκε από τους συμμετέχοντες σε μελέτες δοκιμών εμβολίων είναι επίσης μεταβλητή και εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου. Η ικανότητα των Τ κυττάρων που ανταποκρίνονται στη διέγερση με αντιγόνα του SARS-CoV-2 με λειτουργικό τρόπο, θα μπορούσε να είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την αξιολόγηση της ανοσολογικής μνήμης ενός ατόμου στον ιό SARS-CoV-2 και να υποδεικνύει το επίπεδο προστασίας από περαιτέρω μόλυνση με αυτόν τον ιό.
Πώς γίνεται η εξέταση
Η νέα εξέταση της Διαγνωστικής Αθηνών γίνεται σε δείγμα ολικού αίματος, όπου προσδιορίζεται η δραστηριότητα των Τ-κυττάρων έναντι του SARS-CoV-2 μέσω της ανίχνευσης της Ιντερφερόνης-γ, ενός σημαντικού μορίου σηματοδότησης του ανοσοποιητικού συστήματος που απελευθερώνεται από τα Τ-λεμφοκύτταρα κατά την επαφή τους με τον ιό. Η μεθοδολογία IGRA (Interferon Gamma Release Assay) που χρησιμοποιούμε στο εργαστήριο είναι απόλυτα τεκμηριωμένη και χρησιμοποιείται ευρύτατα στον έλεγχο της κυτταρικής ανοσίας κατά την φυματίωση (QuantiFERON®). Το σύστημα ανίχνευσης βασίζεται στην καθιερωμένη τεχνολογία ELISA.
Η ευαισθησία της εξέτασης είναι 89,2% και η ειδικότητα της 98,9% . Η εξέταση διενεργείται με αντιδραστήρια πιστοποιημένα για εργαστηριακή χρήση (CE IVD).