URL path: Αρχική σελίδα // Γλουταθειόνη

Γλουταθειόνη

Η γλουταθειόνη (GSH) είναι ένα τριπεπτίδιο που συντίθεται στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού. Αποτελείται από τα αμινοξέα κυστεϊνη, γλουταμινικό οξύ και γλυκίνη. Η γλουταθειόνη συμμετέχει σε πολλές βιολογικές διεργασίες όπως:

  • Την απομάκρυνση των δραστικών ριζών οξυγόνου (αντιοξειδωτικό)
  • Την αποτοξίνωση των ξενοβιοτικών και την απομάκρυνση των βαρέων μετάλλων
  • Τη ρύθμιση της οξειδοαναγωγικής κατάστασης των κυττάρων
  • Τη ρύθμιση της οξειδωτικής κατάστασης των σουλφυδρυλικών ομάδων των πρωτεϊνών
  • Τη ρύθμιση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος.

Η γλουταθειόνη βρίσκεται παντού στον οργανισμό, ειδικά στους πνεύμονες, στον γαστρεντερικό σωλήνα και στο ήπαρ. Ο οργανισμός παράγει και αποθηκεύει τις μεγαλύτερες ποσότητες γλουταθειόνης στο ήπαρ, όπου χρησιμοποιείται για την αποτοξίνωση επιβλαβών ενώσεων και οι οποίες μπορούν να απομακρυνθούν από το σώμα μέσω της χολής.

Τα επίπεδα της γλουταθειόνης στο πλάσμα αντιπροσωπεύουν κυρίως την παραγωγή από το ήπαρ. Η ανηγμένη GSH είναι η ενεργός μορφή του τριπεπτιδίου ενώ η οξειδωμένη μορφή της GSH (GSSG) δημιουργείται μετά την δράση της. Τα επίπεδα της γλουταθειόνης μειώνονται με την ηλικία και η έλλειψη της έχει αποδειχθεί ότι κάνει το σώμα πιο ευάλωτο στις βλάβες από τις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου, επιταχύνοντας έτσι την οξείδωση και τη γήρανση του σώματος.

Χαμηλά επίπεδα γλουταθειόνης παρατηρούνται σε καρδιαγγειακές παθήσεις, σε διάφορες μορφές καρκίνου, στο AIDS, σε διαταραχές αυτιστικού φάσματος, στον αλκοολισμό και σε νευροεκφυλιστικές ασθένειες όπως οι νόσοι Alzheimer και Parkinson. Χαμηλά επίπεδα γλουταθειόνης παρατηρούνται επίσης κατά τη χρόνια επιβάρυνση του οργανισμού με δυνητικώς τοξικά στοιχεία όπως ο υδράργυρος, ο μόλυβδος, το αρσενικό, το κάδμιο, το μαγγάνιο και ο σίδηρος (αιμοσιδήρωση), καθώς και με διάφορες χημικές ουσίες και ορισμένα φάρμακα. Η ανεπάρκεια της γλουταθειόνης μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις στο νευρικό σύστημα, προκαλώντας συμπτώματα όπως έλλειψη ισορροπίας και συντονισμού, ψυχικές διαταραχές και τρόμο. Τα χαμηλά επίπεδα γλουταθειόνης έχουν συνδεθεί με μειωμένη παραγωγή ντοπαμίνης στους νευρώνες, γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη σχέση της με νευρολογικές διαταραχές που βασίζονται σε ντοπαμίνη όπως η νόσος του Parkinson. Οποιαδήποτε ασθένεια (ακόμη και ένα κρυολόγημα), χρόνιες διαταραχές όπως άσθμα και ρευματοειδής αρθρίτιδα, τραυματισμοί ή σοβαρή έκθεση σε ρύπους, μπορεί να προκαλέσουν ανεπάρκεια γλουταθειόνης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο οργανισμός χρησιμοποιεί περισσότερη γλουταθειόνη όταν πρέπει να υποστηριχθούν τα λευκά αιμοσφαίρια και τα κύτταρα του ήπατος, προκειμένου να απαλλαχθεί το σώμα από τις τοξίνες.

Η ενδοκυτταρική βιοσύνθεση της γλουταθειόνης μπορεί να ρυθμιστεί σε υψηλότερα επίπεδα ως ένας αντιοξειδωτικός προστατευτικός μηχανισμός. Στους παράγοντες που έχουν ως αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα βιοσύνθεσης της γλουταθειόνης περιλαμβάνονται η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, η τακτική σωματική άσκηση, το κάπνισμα και οξεία έκθεση σε τοξικά βαρέα μέταλλα. Σε αυτές τις συνθήκες, είναι σημαντικό να παρέχονται στο σώμα τα βασικά θρεπτικά συστατικά που συμμετέχουν στη σύνθεση της γλουταθειόνης προκειμένου να διατηρηθούν τα κατάλληλα επίπεδα. Το μαγνήσιο και το κάλιο απαιτούνται και για τα δύο ενζυμικά στάδια στη σύνθεση της γλουταθειόνης όπως και το αμινοξύ κυστεΐνη. Τα υψηλά επίπεδα γλουταθειόνης έχουν συνδεθεί με αντίσταση στη χημειοθεραπεία κατά τις θεραπείες για ορισμένες μορφές καρκίνου.

Ποιοι πρέπει να κάνουν έλεγχο των επιπέδων γλουταθειόνης;

Η μέτρηση της γλουταθειόνης μπορεί να βοηθήσει ασθενείς στη διερεύνηση και την αιτιολογική αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων όπως:

  • Οξειδωτικό στρες
  • AIDS
  • Νόσος Alzheimer
  • Νόσος Parkinson
  • Αυτισμός
  • Καρκίνος
  • Καρδιαγγειακά νοσήματα
  • Απομάκρυνση τοξικών βαρέων μετάλλων και χημικών ουσιών
  • Άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την υγεία τους και την μακροζωία

Πώς μπορούν να αυξηθούν τα επίπεδα γλουταθειόνης του οργανισμού;

Τα τρόφιμα και συμπληρώματα που τεκμηριωμένα μπορούν να αυξήσουν τη βιοσύνθεση της ενδοκυτταρικής γλουταθειόνης περιλαμβάνουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το α-λιποϊκό οξύ, την κουρκουμίνη, τη λιποσωμιακή GSH και σε μικρότερο βαθμό τη Ν-ακετυλ-L-κυστεΐνη. Τα υψηλά επίπεδα της ενδοκυττάριας γλουταθειόνης είναι σημαντικά για την προστασία των κυττάρων και την προαγωγή της συνολικής υγείας και της μακροζωίας και συμβάλλουν σημαντικά στην ασφαλή και αποτελεσματική απομάκρυνση των τοξικών βαρέων μετάλλων.

Η γλουταθειόνη βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα φρούτα και τα λαχανικά. Τα σπαράγγια, το αβοκάντο, το πεπόνι, το γκρέιπφρουτ, οι μπάμιες, το πορτοκάλι, το ροδάκινο, η πατάτα, το σπανάκι, οι φράουλες, η ντομάτα, το καρπούζι και τα κολοκυθάκια είναι όλα πολύ καλές πηγές γλουταθειόνης. Μερικά λαχανικά, όπως το μπρόκολο, το λάχανο, τα λαχανάκια Βρυξελλών, το κουνουπίδι, το λάχανο και ο μαϊντανός, όχι μόνο παρέχουν γλουταθειόνη, αλλά επιπλέον μπορούν να διεγείρουν τον οργανισμό να παράγει ακόμη περισσότερη. Το μαγείρεμα καταστρέφει μεγάλο ποσοστό της γλουταθειόνης των φρέσκων φρούτων και λαχανικών. Η κατανάλωση τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε γλουταμίνη, όπως το άπαχο κρέας, τα αυγά, τα φύτρα σιταριού και τα δημητριακά ολικής αλέσεως, μπορεί επίσης να διεγείρουν το ήπαρ για να παράγει περισσότερη γλουταθειόνη.

Ένα άλλος τρόπος αύξησης των επιπέδων γλουταθειόνης είναι η λήψη κυστεΐνης, γλουταμινικού οξέος και γλυκίνης, δηλαδή των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί ο οργανισμός για να παράγει γλουταθειόνη. Τα ιχθυέλαια, η ριβοφλαβίνη (βιταμίνη Β2), η βιταμίνη C και το σελήνιο ενισχύουν επίσης την παραγωγή και απορρόφηση της γλουταθειόνης.

Share it