URL path: Αρχική σελίδα // Διαρρέον Έντερο Έλεγχος v2.0

Διαρρέον Έντερο Έλεγχος v2.0

Ζονουλίνη και FABP2. Δύο δείκτες στον ορό του αίματος για την ανίχνευση της μειωμένης λειτουργίας του εντερικού φραγμού.

Τι είναι το διαρρέον έντερο;

Το διαρρέον έντερο σημαίνει ότι η λειτουργία του φραγμού της βλεννογόνου μεμβράνης του εντέρου διαταράσσεται. Ως αποτέλεσμα, τα βακτήρια και οι τοξίνες από το έντερο μπορούν να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να προωθήσουν τη συστηματική φλεγμονή. Επιπλέον, εμφανίζονται διαταραχές στην απορρόφηση θρεπτικών ουσιών, βιταμινών και ιχνοστοιχείων και ενζύμων που εκκρίνονται από το εντερικό επιθήλιο, όπως π.χ. η λακτάση ή η διαμινοξειδάση (DAO) η οποία είναι σημαντικά για την διάσπαση της ισταμίνης, παράγονται σε μειωμένες ποσότητες. Το διαρρέον έντερο προκαλείται είτε από αυξημένη διαπερατότητα των στενών συνδέσεων στον εντερικό βλεννογόνο είτε από δομική ή λειτουργική βλάβη στο ίδιο το εντερικό επιθήλιο.

Αιτίες του συνδρόμου του διαρρέοντος εντέρου

Η διαταραχή του εντερικού φραγμού έχει περιγραφεί για διάφορες εντερικές παθήσεις, αλλά και συστηματικά φλεγμονώδη νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, οι ημικρανίες, ο αυτισμός, η ΔΕΠΥ, η κατάθλιψη, η σκλήρυνση κατά πλάκας ή το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (CFS). Εκτός από τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, η παθογένεση της διαταραχής της εντερικής διαπερατότητας είναι συχνά ασαφής. Ο βακτηριακός αποικισμός του λεπτού εντέρου συσχετίζεται συχνά, αλλά πολύ πιθανόν να είναι περισσότερο συνέπεια και όχι αιτία. Πολλές καταστάσεις μπορούν να ευνοήσουν την εμφάνιση διαρρέοντος εντέρου, όπως λοιμώξεις, εντερική έκθεση σε τοξικά βαρέα μέταλλα, φάρμακα (ΜΣΑΦ, αντιβιοτικά κ.λπ.), ορισμένες πικάντικες τροφές και η κατανάλωση αλκοόλ. Το στρες μπορεί επίσης να προάγει το διαρρέον έντερο, πιθανώς μέσω μεταβολών στο εντερικό μικροβίωμα ή της διέγερσης των ιστιοκυττάρων. Οι τροφικές δυσανεξίες και αλλεργίες μπορούν να είναι τόσο αιτία όσο και συνέπεια του διαρρέοντος εντέρου.

Εργαστηριακά διαγνωστικά στοιχεία του διαρρέοντος εντέρου

Η θεραπεία του διαρρέοντος εντέρου είναι ένας σημαντικός πυλώνας στη θεραπεία των χρόνιων φλεγμονωδών νοσημάτων. Οι μη επεμβατικοί εργαστηριακοί δείκτες είναι απαραίτητοι τόσο για τη διάγνωση όσο και για τον έλεγχο της θεραπείας. Η μέθοδος αναφοράς είναι η δοκιμασία πρόκλησης με τη λήψη υδατανθράκων και ο προσδιορισμός της αναλογίας λακτουλόζης / μαννιτόλης. Δείτε: Διαρρέον Έντερο Έλεγχος. Ωστόσο, επειδή αυτή η εξέταση απαιτεί προσπάθεια και υπάρχει σχετική καταπόνηση του ασθενούς, δεν χρησιμοποιείται στην πράξη πλέον.

Πρωτεΐνη δέσμευσης λιπαρών οξέων 2 (FABP2)

H FABP2 ή διαφορετικά εντερική πρωτεΐνη δέσμευσης λιπαρών οξέων (I-FABP) υπάρχει στο κυτταρόπλασμα των εντερικών επιθηλιακών κυττάρων. Μεσολαβεί στην απορρόφηση των λιπαρών οξέων. Η FABP2 είναι 100% ειδική για το έντερο. Εάν το εντερικό επιθήλιο είναι κατεστραμμένο, η FABP2 απελευθερώνεται στην κυκλοφορία και μπορεί να μετρηθεί στον ορό. Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι το επίπεδο της FABP2 στον ορό είναι ένας έγκυρος βιοδείκτης για την εντερική διαπερατότητα στην κοιλιοκάκη, την ευαισθησία στο σιτάρι, τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου αλλά και την κατάθλιψη και μετά από ακραία άσκηση και συσχετίζεται με την κλινική βελτίωση μετά τη θεραπεία.

Ζονουλίνη

Ένας εναλλακτικός δείκτης στο αίμα για την εκτίμηση του διαρρέοντος εντέρου είναι η ζονουλίνη, η οποία ανήκει στην οικογένεια της προ-απτοσφαιρίνης. Τα μικρόβια πυροδοτούν την απελευθέρωση ζονουλίνης στο εντερικό επιθήλιο, γι' αυτό και τα υψηλά επίπεδα ζονουλίνης θεωρούνται δείκτης για φλεγμονώδες διαρρέον έντερο. Ωστόσο, με την αυξανόμενη φλεγμονή και τη σχετιζόμενη σοβαρή βλάβη στο εντερικό επιθήλιο, η απελευθέρωση της ζονουλίνης μπορεί να μειωθεί και επομένως μπορεί να μην εμφανιστεί αύξηση της ζονουλίνης που προκαλείται από τη φλεγμονή. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την παρατήρηση ότι διαφορετικές μελέτες έδειξαν αντιφατικά αποτελέσματα για τη ζονουλίνη όσον αφορά τη συσχέτισή της με γαστρεντερικές διαταραχές.

Τα επίπεδα FABP2 και ζονουλίνης μπορεί να διαφέρουν

Η FABP2 και η ζονουλίνη ρυθμίζονται διαφορετικά. Η ζονουλίνη εκκρίνεται από τα επιθηλιακά κύτταρα του λεπτού εντέρου. Οι προϋποθέσεις για αυτό είναι (1) Ένα φλεγμονώδες σήμα (φλεγμονή) και (2) μια ελάχιστη ποσότητα άθικτων εντερικών επιθηλιακών κυττάρων που μπορούν να παράγουν ζονουλίνη. Το FABP2, από την άλλη πλευρά, υπάρχει πάντα σε επαρκείς ποσότητες στις μικρολάχνες των εντερικών επιθηλιακών κυττάρων. Δεν ελέγχεται από φλεγμονή, αλλά απελευθερώνεται στο αίμα κάθε φορά που υπάρχει δομική βλάβη στο εντερικό επιθήλιο.

Πότε αυξάνεται το FABP2 και πότε η ζονουλίνη;

Οι διαφορές που αναφέρθηκαν προηγουμένως σημαίνουν ότι η ζονουλίνη ρυθμίζεται κυρίως στην αρχική φάση των φλεγμονωδών εντερικών αλλαγών, ενώ μπορεί να ομαλοποιηθεί στη χρόνια φάση. Στη μεταγενέστερη (χρόνια) φάση, το FABP2 φαίνεται να έχει πλεονεκτήματα όσον αφορά στην ευαισθησία του ως βιοδείκτη, καθώς και σε όλες τις μη-φλεγμονώδεις εντερικές επιθηλιακές βλάβες, π.χ. σε περίπτωση ανεπαρκούς κυκλοφορίας του αίματος λόγω στρες, μετά από αντιβιοτική θεραπεία ή σε περίπτωση βλάβης με τοξικά βαρέα μέταλλα.

Τι πρέπει να μετρήσετε στο εργαστήριο;

Ένας δείκτης συνήθως δεν είναι αρκετός. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δείχνουν ότι δεν υπάρχει πάντα συσχέτιση μεταξύ των δύο δεικτών στο αίμα. Παρόλο που ένας δείκτης είναι αρκετός για να τεθεί η διάγνωση, συνιστάται να χρησιμοποιούνται και οι δύο δείκτες. Εάν όμως (π.χ. για λόγους κόστους) αποφασισθεί να χρησιμοποιηθεί μόνον ένας δείκτης, τότε είναι προτιμότερο να μετρηθεί το FABP2, καθώς αυτό είναι πιο αξιόπιστο. Ωστόσο, εάν το FABP2 είναι φυσιολογικό και υπάρχουν ενδείξεις διαρρέοντος εντέρου, θα πρέπει να μετρηθεί και η ζονουλίνη.

Υπάρχουν δείκτες διαρρέοντος εντέρου στα κόπρανα;

Η α1-αντιθρυψίνη είναι μια μεγάλη πρωτεΐνη (54 KDa) που παράγεται στο ήπαρ και περνά στα κόπρανα μόνο όταν διαταραχθεί ο εντερικός φραγμός. Οι αυξημένες τιμές στα κόπρανα δείχνουν σχετικά σοβαρό έλλειμμα στον εντερικό φραγμό. Στην περίπτωση ηπιότερων διαταραχών του εντερικού φραγμού, η α1-αντιθρυψίνη δεν είναι επαρκώς ευαίσθητη, πιθανώς επειδή διασπάται στα κόπρανα από βακτηριακές πρωτεάσες ανάλογα με τον χρόνο εντερικής διέλευσης. Οι δείκτες κοπράνων sIgA και καλπροτεκτίνη χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως. Ωστόσο, αυτοί οι δείκτες χρησιμοποιούνται περισσότερο ως δείκτες φλεγμονής, γι' αυτό και οριακά μόνο αυξάνονται κατά τη διάρκεια ισχαιμίας, στρες ή των καταστάσεων διαρροής που σχετίζονται με τοξικές ουσίες. Εάν είναι δυνατή η λήψη αίματος, οι προαναφερθέντες δείκτες αίματος (FAPB2 και Ζονουλίνης αίματος) θα πρέπει να προτιμώνται από τον προσδιορισμό της ζονουλίνης στα κόπρανα. Οι τιμές της ζονουλίνης κυμαίνονται σχετικά έντονα ανάλογα με το χρόνο διέλευσης των κοπράνων και τη δραστηριότητα πρωτεασών στα κόπρανα. Το FABP2 δεν μπορεί να προσδιοριστεί στα κόπρανα.

Ποια είναι τα επακόλουθα φαινόμενα που σχετίζονται με το διαρρέον έντερο;
  1. Αύξηση των τροφικών δυσανεξιών

Οι τροφικές δυσανεξίες είναι συχνά το δευτερογενές αποτέλεσμα χρόνιων φλεγμονωδών διεργασιών στο έντερο. Το εντερικό επιθήλιο είναι η θέση σύνθεσης ενζύμων όπως η διαμινοξειδάση και η λακτάση, γι' αυτό και οι μορφολογικές αλλαγές στον εντερικό βλεννογόνο που προκαλούνται από φλεγμονή οδηγούν επίσης σε μειωμένη σύνθεση αυτών των ενζύμων. Ο προσδιορισμός του FABP2 και της ζονουλίνης δεν χρησιμεύει μόνο για τη διάγνωση του διαρρέοντος εντέρου, αλλά επιτρέπει επίσης την παρακολούθηση της πορείας της θεραπείας σε δευτερογενή ανεπάρκεια DAO (δυσανεξία στην ισταμίνη) ή δευτερογενή δυσανεξία στη λακτόζη.

  1. Διαταραχές απορρόφησης

Εάν διαταραχθεί ο εντερικός φραγμός, τα συστατικά των τροφίμων, οι βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία συχνά δεν μπορούν να απορροφηθούν επαρκώς. Το αποτέλεσμα είναι συμπτώματα ανεπάρκειας. Απαραίτητα ιχνοστοιχεία όπως ο ψευδάργυρος, το σελήνιο, ο χαλκός, το μαγνήσιο, το μαγγάνιο, το κοβάλτιο και το χρώμιο παίζουν σημαντικό ρόλο ως συμπαράγοντες πολλών ενζύμων. Ακόμη και μια λανθάνουσα υποπροσφορά μπορεί, μεταξύ άλλων, να σχετίζεται με μειωμένη γνωστική απόδοση ή αυξημένη ευαισθησία σε λοιμώξεις. Επιπλέον, ορισμένα μέταλλα επηρεάζουν άμεσα τον εντερικό φραγμό. Ο ψευδάργυρος αλληλεπιδρά άμεσα με τις στενές συνδέσεις. Σε ασθενείς με αυξημένα επίπεδα FABP2 ή ζονουλίνης, η επαρκής παροχή μεταλλικών στοιχείων είναι επομένως μεγάλης σημασίας. Προκειμένου να αποφευχθεί η υπερδοσολογία, η χορήγηση θα πρέπει να βασίζεται στην ανάλυση των ιχνοστοιχείων στο αίμα.

  1. Αυξημένη απορρόφηση τοξικών μετάλλων

Τοξικά μέταλλα όπως για παράδειγμα ο υδράργυρος, ο άργυρος, ο κασσίτερος, ο μόλυβδος, το αρσενικό ή το αλουμίνιο, εισέρχονται στο έντερο τόσο μέσω της απελευθέρωσης από τα οδοντιατρικά σφραγίσματα όσο και μέσω της τροφής. Φυσιολογικά, τα περισσότερα από αυτά απεκκρίνονται ξανά. Όταν υπάρχει διαρρέον έντερο από την άλλη πλευρά, υπάρχει αυξημένη απορρόφηση στον οργανισμό και επομένως τοξική έκθεση.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it