Η δυσανεξία στην ισταμίνη προκύπτει από την ανισορροπία μεταξύ της συσσώρευσης ισταμίνης και της ικανότητας του οργανισμού να την αποικοδομεί. Η ανισορροπία της ισταμίνης στο σώμα μπορεί να προκαλέσει διάφορες παθολογικές καταστάσεις που κυμαίνονται από απειλητικές για τη ζωή αλλεργικές αντιδράσεις ως εντοπισμένη φαγούρα, ρινική καταρροή ή κνίδωση.
Η ισταμίνη εμπλέκεται σε πολλούς τύπους αλλεργικών και φλεγμονωδών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων και καθυστερημένων αντιδράσεων υπερευαισθησίας. Επίσης δρα ως νευροδιαβιβαστής και ρυθμίζει τη φυσιολογική λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος.
Η περίσσεια ισταμίνης μπορεί να είναι αποτέλεσμα:
- Κατάποσης ισταμίνης (από ορισμένα τρόφιμα)
- Απελευθέρωσης ισταμίνης από τις θέσεις αποθήκευσης της στο σώμα (από τρόφιμα ή άλλους παράγοντες όπως το αλκοόλ και ορισμένα φάρμακα)
- Ανεπάρκειας του ενζύμου διαμινοξειδάση (απαιτείται για τη διάσπαση της ισταμίνης)
Σε οποιαδήποτε από τις τρεις περιπτώσεις, το προκύπτον πλεόνασμα ισταμίνης μπορεί να προκαλέσει πολλά συμπτώματα που μιμούνται τις αλλεργικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Ο έλεγχος της ισταμίνης μαζί με τα επίπεδα της διαμινοξειδάσης (DAO) στον ορό του αίματος, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες που οι κλασικές εξετάσεις υπερευαισθησίας έναντι των τροφών (ειδικές ανοσοσφαιρίνες IgE και IgG) δεν μπορεί να αποκαλύψουν. Στην πραγματικότητα, συχνά υποπτευόμαστε αλλεργία ή δυσανεξία σε τρόφιμα, όταν ο ένοχος μπορεί να είναι η δυσανεξία στην ισταμίνη.
Σε ποιους απευθύνεται ο έλεγχος Δυσανεξίας στην Ισταμίνη;
Ο έλεγχος για τη δυσανεξία στην ισταμίνη είναι ιδιαίτερα χρήσιμος σε ανθρώπους με συμπτώματα και παθολογικές καταστάσεις εξαιτίας των υψηλών επιπέδων ισταμίνης όπως σε:
- Σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις (αναφυλαξία)
- Χαμηλό μυϊκό τόνο
- Υψηλή αρτηριακή πίεση
- Ζάλη
- Πονοκέφαλο
- Ναυτία, έμετο
- Διάρροια, αέρια
- Εντερικές κράμπες
- Δυσμηνόρροια
- Δυσκολία στην αναπνοή, βρογχόσπασμο, άσθμα
- Ρινική συμφόρηση, καταρροή, φτέρνισμα
- Κνίδωση, κνησμός, εξάψεις
- Ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού, αρρυθμίες, ταχυκαρδίες
- Αλλαγές στον κιρκαδικό (ημερήσιο) ρυθμό
- Αλλαγές στη θερμοκρασία του σώματος
- Διαταραχές στην πρόσληψη τροφής
- Διαταραχές στη μάθηση και τη μνήμη