Ο προσδιορισμός των αναγωγικών ουσιών (υδατάνθρακες) στα κόπρανα μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό της υποκείμενης αιτίας της διάρροιας. Οι αναγωγικές ουσίες των κοπράνων είναι χημικές ενώσεις που βρίσκονται στα κόπρανα και έχουν την ικανότητα να ανάγουν ορισμένα χημικά αντιδραστήρια. Συχνά χρησιμοποιούνται ως διαγνωστικός δείκτης δυσαπορρόφησης ή δυσπεψίας. Οι αναγωγικές ουσίες στα κόπρανα είναι συνήθως σάκχαρα που δεν απορροφώνται και δεν αφομοιώνονται σωστά από το σώμα, οδηγώντας έτσι στην ανίχνευσή τους στα κόπρανα.
Οι παθολογικές καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν στην παρουσία αναγωγικών ουσιών στα κόπρανα περιλαμβάνουν:
- Δυσανεξία στη λακτόζη: Είναι μια συχνή κατάσταση όπου τα άτομα στερούνται του ενζύμου λακτάση που απαιτείται για την πέψη της λακτόζης, ενός σακχάρου που βρίσκεται στα γαλακτοκομικά προϊόντα.
- Κοιλιοκάκη: Σε αυτή την αυτοάνοση διαταραχή, το σώμα αντιδρά στη γλουτένη, μιας πρωτεΐνης που βρίσκεται στο σιτάρι, το κριθάρι και τη σίκαλη, οδηγώντας σε βλάβη στο λεπτό έντερο και επηρεάζοντας την απορρόφηση θρεπτικών ουσιών.
- Παγκρεατική ανεπάρκεια: Μια δυσλειτουργία του παγκρέατος μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή παραγωγή πεπτικών ενζύμων, επηρεάζοντας την πέψη των υδατανθράκων.
Εάν τα αποτελέσματα της εξέτασης είναι θετικά για τις αναγωγικές ουσίες, υποδεικνύουν την παρουσία στα κόπρανα άπεπτων υδατανθράκων ή υδατανθράκων που δεν απορροφήθηκαν. Η αύξηση των επιπέδων των αναγωγικών ουσιών στα κόπρανα βοηθάνε στη διάκριση μεταξύ της οσμωτικής διάρροιας που προκαλείται από τη μη-φυσιολογική παρουσία διαφόρων σακχάρων, σε αντίθεση με τη διάρροια που προκαλείται από ιούς και παράσιτα. Οι αυξημένες αναγωγικές ουσίες στα κόπρανα είναι σύμφωνες, αλλά όχι διαγνωστικές, με την πρωτοπαθή ή δευτερογενή ανεπάρκεια δισακχαριδασών (κυρίως ανεπάρκεια λακτάσης) ή εντερικής δυσαπορρόφησης μονοσακχαριτών. Παρόμοιες διαταραχές στην εντερική απορρόφηση παρουσιάζονται και στο σύνδρομο βραχέος εντέρου και τη νεκρωτική εντεροκολίτιδα.
Μπορεί να υπάρχουν ψευδώς θετικές αντιδράσεις που οφείλονται στη λήψη φαρμάκων (σαλικυλικά, πενικιλλίνη, ασκορβικό οξύ, ναλιδιξικό οξύ, κεφαλοσπορίνες και προβενεσίδη).