Η λυσοζύμη (μουραμιδάση) είναι ένα ένζυμο που καταλύει την υδρόλυση συγκεκριμένων γλυκοζιτικών δεσμών στους βλεννοπολυσακχαρίτες που αποτελούν το κυτταρικό τοίχωμα των θετικών κατά Gram βακτηρίων. Η λυσοζύμη ανήκει στην αντιβακτηριακή άμυνα που υπάρχει στο γαστρεντερικό σωλήνα και εκκρίνεται από κοκκιοκύτταρα, μακροφάγα, τα κύτταρα Paneth, τους αδένες του Brunner, καθώς και από τα φυσιολογικά κύτταρα της κρύπτης του παχέος εντέρου. Η κύρια πηγή λυσοζύμης στα κόπρανα είναι τα εντερικά κοκκιοκύτταρα.
Η λυσοζύμη είναι μια πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 15kDa και ανήκει στην ομάδα των αλκαλικών γλυκοσιδασών. Η λυσοζύμη μπορεί να ανιχνευθεί σε όλα τα κύτταρα της φλεγμονώδους διήθησης κατά τη διάρκεια της έξαρσης της νόσου του Crohn. Σε κάποιο βαθμό, η λυσοζύμη εκκρίνεται επίσης ενεργά από τα μονοπύρηνα κύτταρα στον αυλό του εντέρου.
Μέτριες αυξήσεις στη λυσοζύμη των κοπράνων συνδέονται συνήθως με σημαντική υπερανάπτυξη εντεροπαθογόνων όπως ζυμομύκητες ή δυσβιοτικά βακτήρια. Σημαντικά αυξημένα επίπεδα λυσοζύμης κοπράνων έχουν βρεθεί στα φλεγμονώδη νοσήματα του παχέος εντέρου (IBD), όπως η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα, καθώς και άλλες παθήσεις του γαστρεντερικού σωλήνα που έχουν ως σύμπτωμα τη διάρροια, σε σύγκριση με υγιείς μάρτυρες.
Στη νόσο του Crohn, η αύξηση της λυσοζύμης μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενεργών εκκρίσεων των μακροφάγων στην βασική μεμβράνη και των μονοκυττάρων στα κοκκιώματα.
Στην ελκώδη κολίτιδα, έχει υποτεθεί ότι η αύξηση στη λυσοζύμη κοπράνων μπορεί να είναι δευτερογενής, οφειλόμενη στην εντερική αύξηση των κοκκιοκυττάρων και των εκκριτικών κοκκίων τους.
Επιπλέον, η μεταπλασία των κυττάρων Paneth, ένα φαινόμενο που συμβαίνει με διάφορες φλεγμονώδεις καταστάσεις του παχέος εντέρου, μπορεί να συμβάλλει ελάχιστα στις αυξήσεις της λυσοζύμης κοπράνων. Τα κύτταρα Paneth είναι μέρος της εντερικής επιθηλιακής επένδυσης που βρίσκονται στο βαθύτερο τμήμα της εντερικής κρύπτης που είναι οι κρύπτες του Lieberkohn. Τα κύτταρα Paneth περιέχουν λυσοζύμη στα εκκριτικά κοκκία τους και σε συνδυασμό με τη φαγοκυτταρική τους ικανότητα, βοηθούν στη ρύθμιση της εντερικής μικροβιακής χλωρίδας.
Η λυσοζύμη είναι χρήσιμη στον προσδιορισμό της φλεγμονώδους δραστηριότητας του παχέος εντέρου και όχι των νοσημάτων του λεπτού εντέρου. Ελαφρώς αυξημένα επίπεδα λυσοζύμης μπορούν να αντιμετωπιστούν με αντιφλεγμονώδεις παράγοντες ή με απομάκρυνση της υποκείμενης αιτίας, όπως για παράδειγμα εντεροδιηθητικούς μικροοργανισμούς ή αλλεργιογόνα. Μέτρια έως υψηλά επίπεδα λυσοζύμης μπορεί να υποδεικνύουν μια ενεργή φλεγμονώδη κατάσταση του εντέρου, η οποία συχνά απαιτεί περαιτέρω εξετάσεις, όπως κολονοσκόπηση. Για τον αποκλεισμό (ή την επιβεβαίωση) των φλεγμονωδών νοσημάτων του εντέρου, μπορεί να χρειασθεί επιπλέον έλεγχος των επιπέδων λακτοφερίνης κοπράνων και καλπροτεκτίνης (αυξημένα σε IBD).