Ο Πλήρης Έλεγχος του Καρδιαγγειακού Συστήματος αξιολογεί σε βάθος παραδοσιακούς και νεότερους βιοδείκτες, προκειμένου να βοηθήσουν στην έγκαιρη ανίχνευση και τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ο έλεγχος περιλαμβάνει τη μέτρηση 19 διαφορετικών παραγόντων κινδύνου, μεταξύ των οποίων την οξειδωμένη LDL και τη Λιποπρωτεΐνη α, οι οποίες είναι υψηλότερες σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο και συσχετίζονται με τη σοβαρότητα της νόσου. Η αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου παρέχει πληροφορίες με πολύ μεγάλη προληπτική αξία και βοηθάει στο σχεδιασμό εξατομικευμένων θεραπευτικών παρεμβάσεων.
Γιατί είναι απαραίτητος ο έλεγχος του Καρδιαγγειακού Συστήματος;
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η κύρια αιτία θανάτου για άνδρες και γυναίκες και είναι υπεύθυνα για τουλάχιστον το 25% των συνολικών θανάτων. Ορισμένες παθολογικές καταστάσεις όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία καθώς και ορισμένες επιλογές του τρόπου ζωής, όπως η κακή διατροφή, η έλλειψη σωματικής άσκησης, το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η μεγάλη γήρανση του πληθυσμού παρουσιάζει μια διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη για ακριβή και ολοκληρωμένη αξιολόγηση των βιοχημικών παραγόντων που σχετίζονται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Με τις κατάλληλες εξατομικευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις που βασίζονται στην αναγνώριση αυτών των δεικτών, τα καρδιαγγειακά νοσήματα μπορούν να προληφθούν σε μεγάλο βαθμό.
Παράγοντες Κινδύνου για τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα
Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων χωρίζονται σε 2 μεγάλες ομάδες:
Μη τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου
- Ηλικία
- Φύλο
- Γενετικό υπόβαθρο
- Οικογενειακό ιστορικό
Τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου
- Κάπνισμα
- Κακή διατροφή
- Μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ
- Μειωμένη σωματική δραστηριότητα
- Δυσλιπιδαιμίες
- Υπέρταση
- Παχυσαρκία
- Σακχαρώδης διαβήτης
- Μεταβολικό σύνδρομο
Τι περιλαμβάνει ο Βασικός Έλεγχος του Καρδιαγγειακού Συστήματος;
Λιπίδια
Η ολική χοληστερόλη, η «κακή» χοληστερόλη LDL, η «καλή» HDL χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια, μετρώνται παραδοσιακά προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι ορισμένοι νεώτεροι βιοδείκτες μπορεί να προσφέρουν ακόμα καλύτερα αποτελέσματα στην εκτίμηση του κινδύνου. Για παράδειγμα, η μέτρηση της οξειδωμένης LDL χοληστερόλης είναι πιο ειδική και εμπλέκεται άμεσα στην δημιουργία και την εξέλιξη της αθηρωματικής πλάκας.
Τα επίπεδα των απολιποπρωτεϊνών Α1 και Β, ειδικά πρωτεϊνικά συστατικά των HDL και LDL, αποτελούν επίσης καλούς προγνωστικούς δείκτες κινδύνου.
Ανάλογα με τα αποτελέσματα του λιπιδαιμικού προφίλ και τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, οι επιλογές θεραπείας μπορεί να περιλαμβάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως τη διατροφή και την άσκηση ή ακόμη τη χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής ή και φαρμάκων.
Απολιποπρωτεΐνη Α1 (ApoA1): Η Αρο Α1 είναι μια πρωτεΐνη που έχει συγκεκριμένο ρόλο στον μεταβολισμό των λιπιδίων και είναι η κύρια συστατική πρωτεΐνη της HDL, της «καλής χοληστερόλης». Η HDL απομακρύνει την περίσσεια της χοληστερόλης από τα κύτταρα και τη μεταφέρει στο ήπαρ για ανακύκλωση ή αποβολή. Τα επίπεδα της Αρο Α1 τείνουν να αυξάνονται και να μειώνονται μαζί με τα επίπεδα της HDL και ελλείψεις σε Αρο Α1 συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου.
Απολιποπρωτεΐνη Β (ApoB): Η Αρο Β είναι μια πρωτεΐνη που εμπλέκεται στο μεταβολισμό των λιπιδίων και είναι το κύριο πρωτεϊνικό συστατικό των λιποπρωτεϊνών, όπως της λιποπρωτεΐνη πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL) και χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (LDL, η «κακή χοληστερόλη»). Οι συγκεντρώσεις της Apo Β τείνουν να αντικατοπτρίζουν εκείνα της LDL χοληστερόλης. Μη φυσιολογικά επίπεδα Apo Β μπορεί να οφείλονται σε ορισμένες γενετικές διαταραχές ή σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις (υπερ- και υπο-θυρεοειδισμός, κίρρωση, διαβήτης, λήψη ορισμένων φαρμάκων κλπ.)
Λιποπρωτεΐνη Α [Lp (a)]: Η Lp (a) είναι μία λιποπρωτεΐνη που αποτελείται από ένα μόριο LDL μαζί με μια πρωτεΐνη (απολιποπρωτεΐνη (α)). Η Lp (a) είναι παρόμοια με την LDL χοληστερόλη, αλλά δεν ανταποκρίνεται στις τυπικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για τη μείωση της LDL όπως είναι η δίαιτα, η άσκηση και τα περισσότερα φάρμακα μείωσης των λιπιδίων. Δεδομένου ότι τα επίπεδα της Lp (a) φαίνεται να προσδιορίζονται γενετικά και δεν είναι εύκολο να μεταβληθούν, η παρουσία υψηλών επιπέδων Lp (a) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση ατόμων που ωφελούνται από πιο επιθετική αγωγή των υπόλοιπων παραγόντων κινδύνου.
CRP: Η αρτηριακή βλάβη συνδέεται με την είσοδο των λευκών αιμοσφαιρίων στα τοιχώματα των αγγείων και την δημιουργία φλεγμονής, γεγονός το οποίο αυξάνει τα επίπεδα στο αίμα μιας πρωτεϊνης οξείας φάσης, της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP). Για παράδειγμα, ασθενείς με μετρίως αυξημένα επίπεδα CRP είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα του μυοκαρδίου και σοβαρή περιφερική αρτηριακή νόσο. Αν και η υψηλής ευαισθησίας μέτρηση της CRP δεν είναι ειδική για τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η μέτρησή της αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για την ολοκληρωμένη αξιολόγηση του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου.
Ομοκυστεΐνη: Η ομοκυστεΐνη είναι ένα αμινοξύ το οποίο βρίσκεται σε πολύ μικρές ποσότητες σε όλα τα κύτταρα του σώματος. Αυτό συμβαίνει επειδή το σώμα μετατρέπει φυσιολογικά την ομοκυστεΐνη σε άλλα προϊόντα πολύ γρήγορα. Αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αγγειακή νόσο και σκλήρυνση των αρτηριών (αρτηριοσκλήρυνση). Η ομοκυστεΐνη αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, επειδή μπορεί να καταστρέφει τα τοιχώματα των αγγείων και να προκαλεί το σχηματισμό θρόμβων.
Ινωδογόνο: Το ινωδογόνο είναι μία πρωτεΐνη που είναι απαραίτητη για τον σχηματισμό του θρόμβου στο αίμα (μηχανισμός πήξης). Η μέτρηση του ινωδογόνου μπορεί να δώσει επιπλέον πληροφορίες που οδηγούν σε πιο επιθετική αντιμετώπιση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου.
Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη: Η αιμοσφαιρίνη είναι μια πρωτεΐνη που περιέχει σίδηρο, βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και μεταφέρει το οξυγόνο. Η Αιμοσφαιρίνη A1c (HbA1c) είναι ένας τύπος αιμοσφαιρίνης που έχει «καλυφθεί» με γλυκόζη. Υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα οδηγούν σε αύξηση της HbA1c. Αυτή η εξέταση δείχνει το μέσο επίπεδο της γλυκόζη του αίματος (σάκχαρο) κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 6 έως 12 εβδομάδων. Χρησιμοποιείται για να αξιολογηθεί ο διαβήτης και ο έλεγχος του.
Ινσουλίνη: Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας και επιτρέπει στα κύτταρα του σώματος να απορροφήσουν τη γλυκόζη από το αίμα. Στην αντίσταση στην ινσουλίνη, τα κύτταρα του σώματος δεν είναι ευαίσθητα στην ινσουλίνη. Ως αποτέλεσμα, τα κύτταρα δεν μπορούν να απορροφήσουν σωστά τη γλυκόζη και έτσι συσσωρεύεται στο αίμα. Το πάγκρεας προσπαθεί να αντισταθμίσει αυτή την ανισορροπία με την παραγωγή όλο και περισσότερης ινσουλίνης. Χρησιμοποιείται για να αξιολογηθεί ο διαβήτης και ο έλεγχος του.
LP-PLA2 (PLAC test): Η Λιποπρωτεϊνική Φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) είναι ένα ένζυμο που φαίνεται ότι παίζει ρόλο στην φλεγμονή των αγγείων και συμμετέχει στην εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η Lp-PLA2 είναι ένας ανεξάρτητος δείκτης κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, συμπεριλαμβανομένης της στεφανιαίας νόσου και του ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Σε αντίθεση με την hsCRP, η μέτρηση της Lp-PLA2 δεν επηρεάζεται από άλλες καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν γενική φλεγμονή και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν κάποιος έχει ήδη μια φλεγμονώδη κατάσταση, όπως π.χ. ρευματοειδή αρθρίτιδα. Αυξημένα επίπεδα Lp-PLA2 σημαίνουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου ή ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου.
TSH (Θυρεοειδοτρόπος Ορμόνη): Ο έλεγχος της TSH είναι πολύ χρήσιμος κατά τον έλεγχο των κινδύνων δημιουργίας καρδιαγγειακών νοσημάτων, επειδή τόσο ο υπερ-θυρεοειδισμός όσο και ο υπό-θυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων και την εμφάνιση δυσλιπιδαιμιών.