URL path: Αρχική σελίδα // Λυσίνη

Λυσίνη

Η λυσίνη είναι απαραίτητη για τη σωστή ανάπτυξη και δημιουργία των οστών στα παιδιά και για τη διατήρηση της σωστής ισορροπίας αζώτου στους ενήλικες. Η λυσίνη βοηθά στην απορρόφηση και διατήρηση του ασβεστίου και παίζει σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό του κολλαγόνου, συστατικού των χόνδρων και του συνδετικού ιστού. Η λυσίνη παίζει ρόλο στην παραγωγή αντισωμάτων και μειώνει τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων. Η μέτρηση της λυσίνης περιλαμβάνεται στον έλεγχο των Αμινοξέων Πλάσματος και των Αμινοξέων Ούρων μαζί με άλλα 23 αμινοξέα.

Περισσότερες Πληροφορίες

Η λυσίνη ((Lys/K) είναι ένα απαραίτητο αμινοξύ που είναι ευρέως γνωστό για τις αντιικές του ιδιότητες. Βοηθά στην πρόληψη εμφάνισης του επιχείλιου έρπητα και άλλων ιογενών λοιμώξεων και είναι απαραίτητο για την παραγωγή ορμονών και την ανάπτυξη και συντήρηση των οστών τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες.

Η λυσίνη συμμετέχει στην παραγωγή αντισωμάτων κάτι που μπορεί να αποτελεί μέρος της αιτίας που είναι τόσο αποτελεσματική στην καταπολέμηση των ιών. Η λυσίνη βοηθά επίσης στην πρόληψη της απορρόφησης από τον οργανισμό του αμινοξέος αργινίνη, το οποίο πρέπει να έχει ο ιός του έρπητα για να αναπαραχθεί. Μελέτες έχουν δείξει ότι η λήψη συμπληρωματικής L-λυσίνης σε συνδυασμό με βιταμίνη C και φλαβονοειδή μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά ή/και να αποτρέψει τα κρούσματα έρπητα. Τα συμπληρώματα λυσίνης έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη του έρπητα ζωστήρα. Η λυσίνη προάγει τον σχηματισμό τόσο του κολλαγόνου όσο και της μυϊκής πρωτεΐνης και μπορεί να βοηθήσει στην επιτάχυνση της ανάρρωσης από χειρουργικές επεμβάσεις και αθλητικούς τραυματισμούς.

Η λυσίνη έχει καθαρό θετικό φορτίο, γεγονός που την καθιστά ένα από τα τρία βασικά (κατά φορτίο) αμινοξέα. Η λυσίνη είναι ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να παραχθεί στον οργανισμό και πρέπει να λαμβάνεται από διατροφικές πηγές. Καλές πηγές λυσίνης αποτελούν τα παρακάτω: τυρί, αυγά, ψάρια, φασόλια, γάλα, πατάτες, κόκκινο κρέας, προϊόντα σόγιας και μαγιά.

Οι περισσότεροι λαμβάνουν αρκετή λυσίνη από τη διατροφή, αλλά έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ανεπάρκειας λυσίνης, ιδιαίτερα σε εκείνους που έχουν δίαιτα χαμηλή σε πρωτεΐνες ή διατροφικές διαταραχές. Η ανεπάρκεια λυσίνης μπορεί να περιλαμβάνει διαταραχές της όρασης, απώλεια μαλλιών, αδυναμία συγκέντρωσης, ευερεθιστότητα, έλλειψη ενέργειας, κακή όρεξη, υπογονιμότητα, καθυστερημένη ανάπτυξη και απώλεια βάρους.

Δόσεις άνω των 10 gr την μέρα μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές από το γαστρεντερικό (κράμπες, διάρροια). Σε πολύ μεγάλες δόσεις (10 έως 30 gr την ημέρα), η λυσίνη αυξάνει την τοξικότητα των αμινογλυκοσιδικών αντιβιοτικών, όπως η γενταμυκίνη, η νεομυκίνη και η στρεπτομυκίνη.

Επιπρόσθετες πληροφορίες
Share it