URL path: Αρχική σελίδα // Μικροθρεπτικά Στοιχεία

Μικροθρεπτικά Στοιχεία

Ο έλεγχος των μικροθρεπτικών στοιχείων περιλαμβάνει τη μέτρηση της Χολίνης, της Καρνιτίνης, του α-Λιποϊκού Οξέος και του Συνενζύμου Q10 στο πλάσμα. Τα μικροθρεπτικά στοιχεία έχουν παρόμοια δράση με τις βιταμίνες, όμως επειδή ο οργανισμός μπορεί να τα συνθέσει σε μικρές ποσότητες δεν θεωρούνται απαραίτητα με την απόλυτη έννοια του όρου. Όμως, προκειμένου να διατηρηθούν σε βέλτιστα επίπεδα στον οργανισμό πρέπει να λαμβάνονται με τη διατροφή ή με τη μορφή συμπληρωμάτων.

Ποιοι πρέπει να κάνουν έλεγχο των Μικροθρεπτικών Στοιχείων;
 
  • Όσοι λαμβάνουν συμπληρώματα διατροφής για προληπτικούς λόγους, όπως:
    • Καθυστέρηση γήρανσης
    • Πρόληψη νευροεκφυλιστικών νοσημάτων
    • Πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων
  • Όσοι πάσχουν από νόσημα που μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη μικροθρεπτικών ή όσοι πάσχουν από νόσημα που μπορεί δευτεροπαθώς να οδηγήσει στην έλλειψη τους, όπως:
    • Καρδιαγγειακά νοσήματα
    • Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης
    • Διαταραχές ανοσοποιητικού συστήματος
    • Ανδρική και γυναικεία υπογονιμότητα
    • Σακχαρώδης διαβήτης
    • Καρκίνος
  • Όσοι λαμβάνουν φάρμακα για τη μείωσης της χοληστερόλης (στατίνες)
  • Όσοι βρίσκονται σε κίνδυνο για έλλειψη μικροθρεπτικών, όπως ασθενείς με:
    • Χειρουργικές επεμβάσεις γαστρεντερικού
    • Κοιλιοκάκη
    • Φλεγμονώδη νοσήματα εντέρου (νόσος Crohn και ελκώδης κολίτιδα)
    • Εγκυμοσύνη και γαλουχία
    • Μη ισορροπημένη διατροφή και ακραίες δίαιτες
    • Αθλητισμός και έντονη σωματική άσκηση
Περισσότερες πληροφορίες για τα Μικροθρεπτικά Στοιχεία

Η Χολίνη είναι ένας δότης μεθυλομάδων και συμμετέχει σε πολλές φυσιολογικές διεργασίες, περιλαμβανομένων του μεταβολισμού και της μεταφοράς των λιπιδίων, τις αντιδράσεις μεθυλίωσης και τη σύνθεση νευροδιαβιβαστών. Η περισσότερη από τη χολίνη του σώματος βρίσκεται σε εξειδικευμένα μόρια λίπους, γνωστά ως φωσφολιπίδια, το πιο κοινό από τα οποία είναι η φωσφατιδυλοχολίνη.

Η ανεπάρκεια χολίνης προκαλεί μυϊκές βλάβες και ανώμαλη εναπόθεση λίπους στο ήπαρ, η οποία οδηγεί σε μια κατάσταση που ονομάζεται μη αλκοολική λιπώδης διήθηση του ήπατος. Η χολίνη εμπλέκεται στη ρύθμιση της συγκέντρωσης ομοκυστεΐνης στο αίμα μέσω του μεταβολίτη της βεταΐνη. Η ανάγκη για χολίνη πιθανώς αυξάνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η χολίνη είναι απαραίτητη για τη βέλτιστη ανάπτυξη του εγκεφάλου στο έμβρυο και επηρεάζει τη γνωστική λειτουργία στη μετέπειτα ζωή.

Η σύνθεση χολίνης στον άνθρωπο δεν είναι αρκετή για να καλύψει τις μεταβολικές ανάγκες του οργανισμού. Καλές διατροφικές πηγές χολίνης είναι τα αυγά, το κρέας, τα πουλερικά, τα ψάρια, τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα φιστίκια και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Η L-καρνιτίνη μπορεί να συντεθεί από τα αμινοξέα λυσίνη και μεθειονίνη. Η L-καρνιτίνη συντίθεται κυρίως στο ήπαρ αλλά και στους νεφρούς. Η L-καρνιτίνη παίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή ενέργειας με σύζευξη των λιπαρών οξέων και τη μεταφορά τους στα μιτοχόνδρια. Ανεπάρκεια καρνιτίνης μπορεί να προκύψει ή από κληρονομικές ή από επίκτητες καταστάσεις. Κληρονομικές αιτίες περιλαμβάνουν γενετικές ανωμαλίες στην αποικοδόμηση των αμινοξέων και στο μεταβολισμό των λιπιδίων.

Η ενδογενής βιοσύνθεση της L-καρνιτίνης καταλύεται από την συντονισμένη δράση πέντε διαφορετικών ενζύμων. Η διαδικασία αυτή απαιτεί δύο βασικά αμινοξέα (τη λυσίνη και τη μεθειονίνη), σίδηρο (Fe2+), βιταμίνη Β6, βιταμίνη Β3 (νιασίνη) και επίσης βιταμίνη C. Ένα από τα πρώτα συμπτώματα της ανεπάρκειας της βιταμίνης C, η κόπωση, πιστεύεται ότι σχετίζεται με τη μειωμένη σύνθεση της L-καρνιτίνης.

Το κρέας, τα πουλερικά, τα ψάρια και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι οι πλουσιότερες πηγές της L-καρνιτίνης, ενώ τα φρούτα, τα λαχανικά και τα δημητριακά περιέχουν σχετικά μικρές ποσότητες L-καρνιτίνης.

Το Συνένζυμο Q10 είναι απαραίτητο για τη σύνθεση του ΑΤΡ στα μιτοχόνδρια και λειτουργεί σαν αντιοξειδωτικό για τις κυτταρικές μεμβράνες και τις λιποπρωτεΐνες. Τα επίπεδα του συνενζύμου Q10 μειώνονται σταδιακά με την ηλικία, ενώ μειωμένα επίπεδα έχουν βρεθεί σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, καρκίνο και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Η λήψη φαρμάκων μείωσης των λιπιδίων που αναστέλλουν τη δραστικότητα της αναγωγάσης HMG-CoA (στατίνες), προκαλούν την ταυτόχρονη μείωση του συνενζύμου Q10 στο πλάσμα.

Η βιοσύνθεση του συνενζύμου Q10 ξεκινάει από το αμινοξύ τυροσίνη ή την φαινυλαλανίνη. Το πρώτο βήμα στη βιοσύνθεση του συνενζύμου Q10 απαιτεί επαρκή ποσότητα βιταμίνης Β6.

Πλούσιες πηγές διαιτητικού συνενζύμου Q10 περιλαμβάνουν κυρίως το κρέας, τα πουλερικά και τα ψάρια. Άλλες σχετικά πλούσιες πηγές συνενζύμου Q10 περιλαμβάνουν τα σόγια, την ελαιοκράμβη και τα καρύδια. Τα φρούτα, τα λαχανικά, τα αυγά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν μέτριες πηγές συνενζύμου Q10. Περίπου το 1/3 της ποσότητας του συνενζύμου Q10 καταστρέφεται κατά το τηγάνισμα των τροφών, ενώ το βράσιμο δεν το επηρεάζει.

Το α-Λιποϊκό Οξύ είναι ένας συμπαράγοντας για αρκετά μιτοχονδριακά ένζυμα που καταλύουν κρίσιμες αντιδράσεις στην παραγωγή ενέργειας και τον καταβολισμό (διάσπαση) των α-κετοοξέων και των αμινοξέων. Το α-λιποϊκό οξύ είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό που εξουδετερώνει τις δραστικές ρίζες οξυγόνου και αζώτου. Οι ρίζες οξυγόνου (ROS) και αζώτου (RNS) είναι πολύ δραστικές ενώσεις και έχουν τη δυνατότητα να βλάψουν το DNA, τις πρωτεΐνες και τα λιπίδια στις κυτταρικές μεμβράνες.

Μια άλλη πολύ σημαντική λειτουργία του αποτελεί η αναγέννηση άλλων αντιοξειδωτικών: Όταν ένα αντιοξειδωτικό απομακρύνει μια ελεύθερη ρίζα, το ίδιο οξειδώνεται και δεν είναι σε θέση να εξουδετερώσει επιπλέον ROS ή RNS μέχρι να αναχθεί. Το α-λιποϊκό οξύ είναι ένας ισχυρός αναγωγικός παράγοντας με την ικανότητα να αναγεννάει τις οξειδωμένες μορφές αρκετών σημαντικών αντιοξειδωτικών, συμπεριλαμβανομένης της βιταμίνης C, της γλουταθειόνης, της α-τοκοφερόλης (βιταμίνης Ε) και του συνενζύμου Q10, ενός σημαντικού συστατικού της μιτοχονδριακής αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων.

Share it