Ο Βασικός Έλεγχος των Βιταμινών περιλαμβάνει τον έλεγχο των υδατοδιαλυτών βιταμινών Β1, Β2, Β6 και C καθώς και των λιποδιαλυτών βιταμινών Α (β-καροτένιο και ρετινόλη) και Ε (α- και γ-τοκοφερόλη) και αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο για μια γρήγορη και περιεκτική αξιολόγηση της διατροφικής κατάστασης του οργανισμού. Οι βιταμίνες είναι οργανικές ουσίες απαραίτητες σε πολύ μικρές ποσότητες για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού. Μια διατροφή που περιλαμβάνει ποικιλία τροφίμων, συνήθως έχει σαν αποτέλεσμα την πρόσληψη όλων των απαραίτητων βιταμινών.
Ποιοι πρέπει να κάνουν το Βασικό Έλεγχο των Βιταμινών;
Όσοι έχουν συμπτώματα, σημεία ή εργαστηριακά ευρήματα που υποδηλώνουν έλλειψη κάποιων βιταμινών
- Διαταραχές στο δέρμα και τους βλεννογόνους και ιδιαίτερα βλάβες στις γωνίες του στόματος (γωνιαία χειλίτιδα)
- Ερυθρότητα προσώπου
- Κόκκινα ή λευκά σπυράκια όπως αυτά της ακμής
- Τριχόπτωση, αλωπεκία, ευθραυστότητα τριχών και νυχιών
- Διαταραχές από το νευρικό σύστημα (παραισθησίες, μουδιάσματα, ευερεθιστότητα, άνοια, αμνησία)
- Αναιμία, αύξηση ομοκυστεϊνης
Όσοι βρίσκονται σε κίνδυνο για έλλειψη βιταμινών
- Χειρουργικές επεμβάσεις γαστρεντερικού
- Κοιλιοκάκη
- Φλεγμονώδη νοσήματα εντέρου (νόσος Crohn και ελκώδης κολίτιδα)
- Αλκοολισμός
- Κακή θρέψη
- Υποσιτισμός
- Μη ισορροπημένη διατροφή
- Ακραίες δίαιτες
- Εγκυμοσύνη, γαλουχία
- Έντονη σωματική άσκηση
Όσοι χρησιμοποιούν συστηματικά συμπληρώματα διατροφής
Περισσότερες πληροφορίες
Η βιταμίνη Β1 (θειαμίνη) έχει ένα ευρύ φάσμα δράσεων, συμπεριλαμβανομένων πολλών μεταβολικών αντιδράσεων και του σχηματισμού της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ATP), του «ενεργειακού νομίσματος» για κάθε τύπο κυττάρου σε ολόκληρο τον οργανισμό. Ελλείψεις βιταμίνης Β1 μπορεί να συμβούν σε άτομα με γαστρεντερικές διαταραχές, όπως κοιλιοκάκη, φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου ή σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.
Η βιταμίνη Β2 (ριβοφλαβίνη) είναι σημαντική για την παραγωγή ενέργειας, τη λειτουργία των ενζύμων και τη φυσιολογική σύνθεση των λιπαρών οξέων και των αμινοξέων.
Η βιταμίνη B6 (πυριδοξάλη) συμμετέχει στη διαδικασία σύνθεσης της σεροτονίνης και της νορεπινεφρίνης, χημικών ουσιών που μεταδίδουν σήματα στον εγκέφαλο (νευροδιαβιβαστές). Συμμετέχει επίσης, στο σχηματισμό της μυελίνης, μιας λιπώδους ουσίας που σχηματίζει το προστατευτικό στρώμα γύρω από τα νευρικά κύτταρα. Ελλείψεις της βιταμίνης Β6 μπορεί να συμβούν σε άτομα με γαστρεντερικές διαταραχές, όπως κοιλιοκάκη ή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου ή σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.
Η βιταμίνη C (ασκορβικό οξύ) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και την επιδιόρθωση των ιστών του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της επιδιόρθωσης και διατήρησης του χόνδρου, των οστών και των δοντιών, την επούλωση πληγών και τον σχηματισμό ουλώδους ιστού και συμμετέχει στα σχηματισμό του δέρματος, των τενόντων, των συνδέσμων και των αγγείων.
Το β-καροτένιο είναι ένα λιποδιαλυτό μικροθρεπτικό συστατικό που είναι πρόδρομος της βιταμίνης Α. Ως εκ τούτου, η έλλειψη ή η μείωση του β-καροτένιου μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκεια της βιταμίνης Α. Το β-καροτένιο είναι η μορφή της βιταμίνης Α που προέρχεται από φυτικές πηγές (πράσινα ή πορτοκαλί λαχανικά και φρούτα). Το σώμα μετατρέπει το β-καροτένιο σε βιταμίνη Α, εάν ο θυρεοειδής λειτουργεί φυσιολογικά και ο ασθενής δεν έχει διαβήτη.
Η βιταμίνη Α αποτελεί πολύ σημαντικό συστατικό, απαραίτητο για την καλή λειτουργία της όρασης, την υγεία των βλεννογόνων και του δέρματος, την παραγωγή σπερματοζωαρίων και ωαρίων, τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, την ανάπτυξη, την κυτταρική διαίρεση, το μεταβολισμό των οστών, την αντιοξειδωτική άμυνα και την πρόληψη του καρκίνου. Τα συμπτώματα και σημεία που υποδηλώνουν ανεπάρκεια της βιταμίνης Α περιλαμβάνουν: δυσκολίες στην όραση ιδαίτερα τη νύχτα, μελανιές στο δέρμα, ακμή και ξηροδερμία, μειωμένη αντίσταση στις ασθένειες, κακή ανάπτυξη. Η προσχηματισμένη βιταμίνη Α βρίσκεται κυρίως στο κρέας, τα αυγά και τα ψάρια.
Η βιταμίνη Ε αποτελεί ένα σημαντικό αντιοξειδωτικό για τους ιστούς, βοηθώντας στην εξουδετέρωση των ελευθέρων ριζών και την προστασία των κυττάρων. Οι βιταμίνη Ε βρίσκεται κυρίως σε δυο μορφές. Την περισσότερο δραστική α-τοκοφερόλη που βρίσκεται στην ευρωπαϊκή διατροφή όπου οι κύριες διατροφικές πηγές είναι το ελαιόλαδο και το ηλιέλαιο και η γ-τοκοφερόλη που είναι η πιο κοινή μορφή στην αμερικανική διατροφή εξαιτίας της υψηλότερης πρόσληψης σογιέλαιου και αραβοσιτέλαιου.