Ίνες, εντερικό μικροβίωμα και σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
Μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες προάγει την ανάπτυξη του κατάλληλου εντερικού μικροβιώματος για τον έλεγχο του διαβήτη τύπου 2
Σε μια πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science έδειξαν ότι οι ασθενείς που έλαβαν δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες, είχε σαν αποτέλεσμα τον καλύτερο έλεγχο του διαβήτη – όπως μετρήθηκε με τον καλύτερο έλεγχο της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) – και το γεγονός αυτό οφειλόταν στην ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης ομάδας βακτηρίων του εντερικού μικροβιώματος, η οποία φαίνεται να είναι υπεύθυνη για τα οφέλη της δίαιτας υψηλής περιεκτικότητας σε ίνες σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.
Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση των σωστών διαιτητικών ινών μπορεί να εξισορροπήσει το εντερικό μικροβίωμα και να οδηγήσει σε μείωση του σακχάρου στο αίμα και του σωματικού βάρους και μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους για μια διαφορετική διατροφική προσέγγιση τόσο στην πρόληψη όσο και στη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2.
Η αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης ομάδας των ευεργετικών μικροβίων πιστεύεται ότι οφείλεται στην παραγωγή των λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου (SCFAs).
Η στοχευμένη προαγωγή συγκεκριμένων μικροβίων που παράγουν SCFA μέσω της εξατομικευμένης διατροφής, αποτελεί μια νέα (φυσική) προσέγγιση για τον χειρισμό του εντερικού μικροβιώματος και τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 και πιθανώς και άλλων νοσημάτων που σχετίζονται με τη δυσβίωση του εντερικού μικροβιώματος.
Στο άρθρο αυτό οι ερευνητές εξηγούν ότι τα μικρόβια του εντέρου διαδραματίζουν έναν αριθμό πολύ σημαντικών ρόλων ως απάντηση στην πρόσληψη τροφής και προτείνουν ότι χρόνια νοσήματα, όπως ο διαβήτης τύπου 2, μπορεί εν μέρει να προκύπτουν από ανεπάρκεια της παραγωγής SCFA από τη ζύμωση των υδατανθράκων στο έντερο.
Ορισμένες ίνες θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της θεραπείας για τον διαβήτη τύπου 2
Προηγούμενες κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι η αυξημένη πρόσληψη μη αφομοιώσιμων αλλά ζυμώσιμων υδατανθράκων (διαιτητικές ίνες) βοηθάει στον έλεγχο του διαβήτη τύπου 2, αλλά η ανταπόκριση στη θεραπεία ποικίλλει σημαντικά. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η καλύτερη κατανόηση του πώς αντιδρούν τα μικρόβια του εντέρου, τόσο ως μεμονωμένα είδη όσο και μέσω των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων, μπορεί να βελτιώσει την κλινική αποτελεσματικότητα της διατροφικής παρέμβασης.
Στη συγκεκριμένη μελέτη, οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 ταξινομήθηκαν τυχαία είτε στην ομάδα ελέγχου, στην οποία έλαβαν τη συνηθισμένη φροντίδα που περιελάμβανε την εκπαίδευση τους και διατροφικές συστάσεις (n = 16), είτε στην ομάδα θεραπείας με διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες, στην οποία είχε συνταγογραφηθεί διατροφή που αποτελείται από δημητριακά ολικής αλέσεως, παραδοσιακά κινέζικα φαρμακευτικά τρόφιμα και πρεβιοτικά (n = 27).
Στη συνέχεια, οι ερευνητές χαρακτήρισαν τη δυναμική του εντερικού μικροβιώματος και της επίδρασής του στα επίπεδα σακχάρου των ασθενών, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των βακτηριακών γονιδίων, προκειμένου να ελέγξουν πώς οι αυξημένες διαιτητικές ίνες άλλαξαν τη συνολική σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος. Πιο συγκεκριμένα, εξέτασαν τα γονίδια που εμπλέκονται στην παραγωγή μεταβολιτών της γλυκόζης.
Τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), μειώθηκαν σημαντικά από την αρχική τιμή με τρόπο που ήταν ανάλογος με το χρόνο και στις δύο ομάδες. Ωστόσο, από την 28η ημέρα και μετά, υπήρξε μεγαλύτερη μείωση στην ομάδα θεραπείας με τη διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες.
Το ποσοστό των συμμετεχόντων που είχαν ικανοποιητικό γλυκαιμικό έλεγχο (HbA1c <7%) στο τέλος της θεραπευτικής παρέμβασης (12 εβδομάδες) ήταν σημαντικά υψηλότερο στην ομάδα θεραπείας (89% έναντι 50% στην ομάδα ελέγχου).
Από τα 141 μικροβιακά στελέχη που παράγουν SCFA, μόνο τα 15 επηρεάστηκαν από την κατανάλωση της διατροφής με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και πιθανότατα είναι αυτά που εμπλέκονται στην εμφάνιση των παρατηρούμενων ευεργετημάτων για την υγεία. Αυτά τα 15 στελέχη αποτελούν την ομάδα που ενισχύει την ανεπαρκή παραγωγή SCFA (κυρίως βουτυρικό και οξικό οξύ) στο οικοσύστημα του εντέρου.
Η ενίσχυση της λειτουργίας αυτής της ομάδας παραγωγών SCFA, όχι μόνο βελτίωσε τον έλεγχο του σακχαρώδους διαβήτη αλλά και διατήρησε το περιβάλλον του εντέρου σε μια κατάσταση, που κρατά τα δυσβιωτικά μικρόβια σε καταστολή.
Η αφθονία και η ομαλή λειτουργία αυτής της λειτουργικής ομάδας μικροβίων που παράγουν SCFA, συσχετίζεται με την κλινική αποτελεσματικότητα της θεραπείας των ασθενών. Όπως δηλώνουν οι ερευνητές «τα κλινικά δεδομένα δείχνουν ότι η αυξημένη διαθεσιμότητα των μη αφομοιώσιμων αλλά ζυμώσιμων υδατανθράκων (διαιτητικές ίνες) επαρκεί για να προκαλέσει σε σημαντικό βαθμό, κλινικές μεταβολικές βελτιώσεις σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2» και ότι «οι διαιτητικές ίνες που στοχεύουν αυτή την ομάδα του εντερικού μικροβιώματος θα μπορούσαν τελικά να αποτελούν σημαντικό μέρος της διατροφής και της θεραπείας».
Τα οφέλη των δημητριακών ολικής αλέσεως είναι ανεξάρτητα από τις αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα
Σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Gut (Νοέμβριος 2017), μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε δημητριακά ολικής αλέσεως απέτυχε να μεταβάλει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και το εντερικό μικροβίωμα σε υγιή άτομα που διέτραχαν κίνδυνο ανάπτυξης μεταβολικού συνδρόμου. Παρόλα αυτά, η διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερο σωματικό βάρος και λιγότερη συστηματική χρόνια φλεγμονή.
Στη μελέτη αυτή, σε 60 ενήλικους με κίνδυνο να αναπτύξουν μεταβολικό σύνδρομο, έγινε μια διαιτητική παρέμβαση 8 εβδομάδων που περιλάμβανε δίαιτα με δημητριακά ολικής αλέσεως (179 g / ημέρα ) και μια διατροφική διατροφή με επεξεργασμένα δημητριακά (13 g / ημέρα), οι οποίες διαχωρίζονται από μια περίοδο αποχής 6 εβδομάδων.
Η διατροφή πλούσια σε δημητριακά ολικής αλέσεως συσχετίσθηκε με χαμηλότερη πρόσληψη ενέργειας και σωματικό βάρος και σημαντική μείωση στους κυκλοφορούντες δείκτες της φλεγμονής, όπως η ιντερλευκίνη 6 (IL-6) και η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP).
Ωστόσο, σε σύγκριση με τη διατροφή των επεξεργασμένων δημητριακών, η δίαιτα πλούσια σε ολικής αλέσεως δημητριακά δεν τροποποίησε σημαντικά την σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος ούτε επηρέασε την ομοιόσταση της γλυκόζης.
Παρόλα αυτά, η κατανάλωση ολικής αλέσεως δημητριακών έχει ευεργετικές επιδράσεις στους αιματολογικούς δείκτες υποκλινικής (χρόνιας) φλεγμονής σε ενήλικες που διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης μεταβολικού συνδρόμου.