Νόσος COVID-19 και Εντερικό Μικροβίωμα
Η ποικιλία και η ποσότητα του εντερικού μικροβιώματος, μπορεί να επηρεάσει τη σοβαρότητα της νόσου COVID-19 καθώς και το μέγεθος της απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος στη μόλυνση, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Gut. Οι ανισορροπίες στη σύνθεση του μικροβιώματος μπορούν επίσης να εμπλέκονται στα επίμονα φλεγμονώδη συμπτώματα, που ονομάζονται παρατεινόμενο COVID-19, σύμφωνα με τα ευρήματα.
Η COVID-19 είναι κυρίως νόσος του αναπνευστικού, αλλά όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το έντερο μπορεί επίσης να παίζει σημαντικό ρόλο. Δεδομένου ότι το έντερο είναι το μεγαλύτερο όργανο του ανοσοποιητικού συστήματος στο σώμα και ότι τα μικρόβια που περιέχει επηρεάζουν πολλές ανοσολογικές αποκρίσεις, οι ερευνητές θέλησαν να διερευνήσουν αν το εντερικό μικροβίωμα μπορεί επίσης να επηρεάσει την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στη μόλυνση με τον νέο κορονοϊό SARS-CoV-2.
Έτσι, πήραν δείγματα αίματος και κοπράνων από 100 εργαστηριακά επιβεβαιωμένους ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 και από 78 άτομα χωρίς νόσο που συμμετείχαν σε μελέτη του μικροβιώματος πριν από την έναρξη της πανδημίας. Η σοβαρότητα της νόσου COVID-19 ταξινομήθηκε ως (α) ήπια, απουσία απεικονιστικών ενδείξεων πνευμονίας (β) μέτρια αν υπήρχε πνευμονία με πυρετό και συμπτώματα από το αναπνευστικό (γ) σοβαρή εάν οι ασθενείς δυσκολεύονταν στο να αναπνέουν κανονικά και (δ) κρίσιμη εάν χρειάζονταν μηχανική υποστήριξη της αναπνοής ή εμφάνισαν οργανική ανεπάρκεια που χρειαζόταν μονάδα εντατικής θεραπείας.
Για τον χαρακτηρισμό του μικροβιώματος του εντέρου, οι ασθενείς με COVID-19 παρείχαν πολλαπλά δείγματα κοπράνων όσο βρίσκονταν στο νοσοκομείο, και ορισμένοι από τους οποίους παρείχαν συνεχόμενα δείγματα κοπράνων έως και 30 ημέρες μετά την αρνητικοποίηση τους στον SARS-CoV-2. Η ανάλυση των δειγμάτων κοπράνων έδειξε ότι η σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος διέφερε σημαντικά μεταξύ των ασθενών με COVID-19 από αυτή των φυσιολογικών ατόμων, ανεξάρτητα από το εάν είχαν υποβληθεί σε θεραπεία με φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των αντιβιοτικών. Οι ασθενείς με COVID-19 είχαν υψηλότερη συγκέντρωση των ειδών Ruminococcus gnavus, Ruminococcus tors και Bacteroides dorei σε σχέση με άτομα που δεν είχαν μολυνθεί. Είχαν επίσης πολύ λιγότερα από τα είδη που μπορούν να επηρεάσουν την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως το Bifidobacterium adolescentis, το Faecalibacterium prausnitzii και το Eubacterium rectale. Χαμηλότερες συγκεντρώσεις F. prausnitzii και Bifidobacterium bifidum συσχετίστηκαν ιδιαίτερα με σοβαρή λοίμωξη λαμβάνοντας υπόψη τη λήψη αντιβιοτικών και την ηλικία του ασθενούς. Οι συγκεντρώσεις αυτών των βακτηρίων παρέμειναν χαμηλές στα δείγματα που συλλέχθηκαν έως και 30 ημέρες αφότου οι μολυσμένοι ασθενείς είχαν απαλλαγεί από τον ιό.
Η μόλυνση με το νέο κορονοϊό SARS-CoV-2 ωθεί το ανοσοποιητικό σύστημα να παράγει φλεγμονώδεις κυτοκίνες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η απόκριση μπορεί να είναι υπερβολική (καταιγίδα κυτοκινών), προκαλώντας εκτεταμένη βλάβη στους ιστούς, σηπτικό σοκ και πολλαπλή οργανική ανεπάρκεια. Η ανάλυση των δειγμάτων αίματος έδειξε ότι η ανισορροπία του μικροβιώματος που παρατηρήθηκε στους ασθενείς με COVID-19 μπορούσε να συσχετισθεί επίσης με τα αυξημένα επίπεδα φλεγμονωδών κυτοκινών και ορισμένους δείκτες ιστικής βλάβης, όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) και διάφορα ένζυμα. Αυτό υποδηλώνει σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι το μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να επηρεάσει την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στη μόλυνση με κορονοϊό SARS-CoV-2 και ενδεχομένως να επηρεάσει τη σοβαρότητα και την έκβαση της νόσου.
Είναι γνωστό ότι ορισμένοι ασθενείς που έχουν αναρρώσει από COVID-19 εμφανίζουν επίμονα συμπτώματα, όπως κόπωση, δύσπνοια και πόνους στις αρθρώσεις, μερικές φορές ακόμα και πάνω από 80 ημέρες μετά την αρχική έναρξη των συμπτωμάτων και υπάρχουν ενδείξεις που ενισχύουν την πεποίθηση ότι το δυσβιωτικό μικροβίωμα του εντέρου θα μπορούσε να συμβάλει στα προβλήματα που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό μετά την ανάρρωση από COVID-19.
Η ενίσχυση των ωφέλιμων μικροβίων του εντέρου που έχουν επηρεασθεί κατά την διαδρομή της νόσου COVID-19 θα μπορούσε να αποτελέσει μια νέα προσέγγιση για τον μετριασμό των σοβαρών παρενεργειών της νόσου, υπογραμμίζοντας τη σημασία της διαχείρισης του εντερικού μικροβιώματος κατά τη διάρκεια όπως και μετά την ανάρρωση από την COVID-19.
Γιάνος Στραμπ
Depicting SARS-CoV-2 faecal viral activity in association with gut microbiota composition in patients with COVID-19, Zuo T, et al. Gut 2021;70:276–284.