Ο ρόλος του εντερικού μικροβιώματος στην ουρική αρθρίτιδα: Είναι το εντερικό μικροβίωμα πιθανός στόχος για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας;
Η ουρική αρθρίτιδα είναι μια κοινή νόσος που χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση κρυστάλλων ουρικού νατρίου σε αρθρικές και μη αρθρικές δομές. Η φλεγμονώδης αντίδραση των ιστών στην εναπόθεση των κρυστάλλων του ουρικού νατρίου προκαλεί τα κλινικά συμπτώματα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ουρική αρθρίτιδα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη με τα ποσοστά των ενηλίκων που πάσχουν να κυμαίνονται από 1 ως 4%. Η γενετική ποικιλομορφία, το περιβάλλον, οι αλληλεπιδράσεις γονιδίων-περιβάλλοντος και οι εγγενείς παράγοντες κινδύνου (συμπεριλαμβανομένων της ηλικίας, του φύλου και του βάρους) συμβάλλουν στον κίνδυνο εμφάνισης ουρικής αρθρίτιδας. Επιπλέον, η ουρική αρθρίτιδα και η υπερουριχαιμία (η αύξηση του ουρικού οξέος στο αίμα) έχουν πολλές κοινές συννοσηρότητες, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα χρόνια νεφρικά νοσήματα, τον διαβήτη, το μεταβολικό σύνδρομο και ορισμένες νευροεκφυλιστικές ασθένειες.
Το ανθρώπινο πεπτικό σύστημα περιέχει τρισεκατομμύρια μικροοργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων βακτηρίων, μυκήτων, αρχαίων, ιών και πρωτόζωων, τα οποία αποτελούν μια σύνθετη οικολογική κοινότητα, το μικροβίωμα του εντέρου. Η ποικιλομορφία του εντερικού μικροβιώματος επηρεάζει την ακεραιότητα του επιθηλιακού φραγμού, τη διατήρηση του εντερικού μεταβολισμού και της ανοσολογικής ομοιόστασης. Το εντερικό μικροβίωμα επηρεάζει πολλές φυσιολογικές λειτουργίες καθώς και την ευαισθησία σε νοσήματα μέσω της συλλογικής μεταβολικής του δραστηριότητας και της αλληλεπίδρασης του με τον ξενιστή. Με την πρόοδο της τεχνολογίας, ανακαλύφθηκε ότι οι αλλαγές στη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος και οι διαταραχές του μεταβολισμού του συνδέονται με την παθογένεση πολλών ασθενειών, όπως για παράδειγμα των αυτοάνοσων νοσημάτων και ορισμένων διαταραχών του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Νέα στοιχεία αποκάλυψαν τη σύνδεση μεταξύ του εντερικού μικροβιώματος και των παθολογικών καταστάσεων των αρθρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της ουρικής αρθρίτιδας.
Μικροβίωμα του εντέρου και φυσιολογικός μεταβολισμός του ουρικού οξέος
Στους ανθρώπους και τα ανώτερα πρωτεύοντα θηλαστικά, το ουρικό οξύ είναι το τελικό προϊόν του καταβολισμού των πουρινών (προϊόντα αποδόμησης του DNA των τροφών). Συντίθεται κυρίως στο ήπαρ, το έντερο και σε ιστούς όπως οι μύες, τα νεφρά και το αγγειακό ενδοθήλιο. Οι πουρίνες αρχικά μετατρέπονται σε υποξανθίνη και μετά σε ξανθίνη, η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε ουρικό οξύ είτε από την οξειδάση της ξανθίνης είτε από την αφυδρογονάση της ξανθίνης. Καθημερινά με αυτόν τον τρόπο παράγονται περίπου 700 mg ουρικού οξέος. Η νεφρική και η εντερική απέκκριση αντιπροσωπεύουν περίπου τα δύο τρίτα και το ένα τρίτο της απέκκρισης των ουρικών αλάτων, αντίστοιχα. Η ομοιόσταση των ουρικών αλάτων επηρεάζεται κυρίως από τα κύτταρα των εγγύς νεφρικών σωληναρίων, τα οποία εκφράζουν αρκετούς μεταφορείς που είτε επαναρροφούν τα ουρικά είτε συμμετέχουν στην απέκκριση τους.
Κατά την εξέλιξη των πρωτευόντων θηλαστικών, η αδρανοποίηση του γονιδίου του ενζύμου της ουρικάσης έκανε τους ανθρώπους και άλλα θηλαστικά να χάσουν την ικανότητα να οξειδώνουν περαιτέρω το ουρικό οξύ προς την πιο υδατοδιαλυτή ένωση, την αλλαντοΐνη. Ως εκ τούτου, τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό στον άνθρωπο είναι τρεις φορές υψηλότερα από ό,τι σε οργανισμούς που διατηρούν την ουρικάση.
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους, τα βακτήρια μπορούν να αποικοδομήσουν το ουρικό οξύ μέσω της ουρικής οξειδάσης (ουρικάση). Πρόσφατα, αποδείχθηκε ότι ο Lactobacillus gallinii μειώνει τα επίπεδα πουρινών στο έντερο και τα προϊόντα ζύμωσης του έχουν ως αποτελέσματα τη μείωση των ουρικών αλάτων. Επιπλέον, τα στελέχη Lactobacillus gasseri μπορούν να μειώσουν την απορρόφηση πουρινών στο έντερο. Ωστόσο, δεν είναι όλα τα μικρόβια του εντέρου προστατευτικά. Ορισμένα είδη, όπως η Escherichia και η Shigella μπορεί να αυξάνουν τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό.
Το εντερικό μικροβίωμα παίζει επίσης ρόλο στην απέκκριση του ουρικού οξέος. Μελέτες έχουν δείξει ότι δύο λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας (SCFAs), το προπιονικό και το βουτυρικό οξύ, παρέχουν τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP) στα κύτταρα του εντερικού τοιχώματος και προάγουν την απέκκριση του ουρικού οξέος.
Δυσβίωση και ουρική αρθρίτιδα
Το εντερικό μικροβίωμα σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα
Η μη φυσιολογική έκκριση της ιντερλευκίνης-1β (IL-1β) που διεγείρεται από το ουρικό οξύ, προκαλεί την οξεία έναρξη της ουρικής αρθρίτιδας, η οποία συμβαίνει με την ενεργοποίηση του έμφυτου ανοσοποιητικού συστήματος μέσω της αναγνώρισης του υποδοχέα τύπου Toll (TLR) ή του υποδοχέα τύπου NOD (NLR). Η απελευθέρωση μεγάλης ποσότητας IL-1β είναι η κεντρική διαδικασία της οξείας προσβολής ουρικής αρθρίτιδας που προκαλείται από το ουρικό νάτριο.
Μια πρόσφατη μελέτη εντόπισε ένα «ειδικό μικροβίωμα» σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα που περιελάμβανε τρία είδη Bacteroides. Το γένος Bacteroides προάγει τη μετατροπή των ουρικών αλάτων σε αλλαντοΐνη και μπορεί να συμμετέχει στη ρύθμιση του επιπέδου του ουρικού οξέος στον ορό στον άνθρωπο.
Σε άλλη μελέτη βρέθηκε ότι το εντερικό μικροβίωμα των ασθενών με ουρική αρθρίτιδα χαρακτηριζόταν από σημαντικά μειωμένη σύνθεση βουτυρικού οξέος. Διαπιστώθηκε ότι τα SCFA ήταν απαραίτητα για την παραγωγή IL-1β. Μια άλλη μελέτη διερεύνησε τα αποτελέσματα μιας δίαιτας πλούσιας σε φυτικές ίνες και οξικό οξύ στη φλεγμονή σε μοντέλα ποντικών ουρικής αρθρίτιδας. Τα μικροβιακά είδη που παράγουν τα SCFA έχουν προστατευτική επίδραση στη φλεγμονή και είναι πιο άφθονα στα υγιή ποντίκια. Αυτά τα αποτελέσματα έδειξαν συλλογικά ότι τα SCFAs και το εντερικό μικροβίωμα παίζουν ρόλο στον έλεγχο της φλεγμονώδους απόκρισης στους κρυστάλλους ουρικού νατρίου. Επιπλέον, προάγοντας την απελευθέρωση της IL-1β και του παράγοντα νέκρωσης όγκου-α (TNF-α), η αύξηση του αριθμού των μικροβίων που σχετίζονται με τη φλεγμονή προκαλεί νοσήματα του ανοσοποιητικού και δυσλειτουργία του εντερικού φραγμού. Η αυξημένη εντερική διαπερατότητα, είναι θετικά συνδεδεμένη με το επίπεδο του ουρικού οξέος στον ορό.
Αλλαγές στη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος και υπερουριχαιμία
Η ποικιλία και ο πλούτος του εντερικού μικροβιώματος είναι διαφορετικός σε υπερουριχαιμικά άτομα και πειραματόζωα, υποδεικνύοντας ότι το εντερικό μικροβίωμα μπορεί να έχει σημαντική συμμετοχή στην γένεση της ουρικής αρθρίτιδας. Το ουρικό οξύ είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών και οι αλλαγές στην παραγωγή ή την απέκκριση του ουρικού οξέος μπορεί να οδηγήσουν σε μη φυσιολογικά επίπεδα του στον ορό. Οι αλλαγές στην αφθονία και τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος αυξάνουν τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό μέσω της δυσλειτουργίας της αποδόμησης του ουρικού οξέος και της αυξημένης παραγωγής του.
Οι ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα έχουν υψηλότερη σχετική αφθονία Prevotella και Bacteroides και χαμηλότερη σχετική αφθονία των Enterobacteriaceae, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν δυσλειτουργία στην αποικοδόμηση του ουρικού οξέος και συσσώρευση του στην ουρική αρθρίτιδα. Επιπλέον, τα μεγαλύτερα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό συνδέθηκα στενά με χαμηλότερη σχετική αφθονία του Faecalibacterium.
Μια μεταγονιδιωματική μελέτη αποκάλυψε ότι το μικροβίωμα με το γονίδιο της αλλαντοϊνάσης, του ενζύμου που μπορεί να μετατρέψει το ουρικό οξύ σε ουρία, ήταν ανεπαρκές σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα. Αντίθετα, το μικροβίωμα με το γονίδιο της αφυδρογονάσης της ξανθίνης ήταν άφθονο. Η συσσώρευση ουρικού οξέος μπορεί να προκληθεί από την αυξημένη αφυδρογονάση της ξανθίνης και τη σχετική έλλειψη της αλλαντοϊνάσης.
Μια αύξηση του ουρικού οξέος στην κυκλοφορία του αίματος επηρεάζει το εντερικό περιβάλλον, προκαλώντας αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα. Μια μεταγονιδιωματική μελέτη έδειξε ότι η υπερουριχαιμία προκαλεί ανισορροπία στο εντερικό μικροβίωμα και μεταβάλλει τη σύνθεσή του. Μπορεί να προκαλέσει τη μετατόπιση του εντερικού μικροβιώματος σε άλλους ιστούς, ιδιαίτερα στο νεφρό, προκαλώντας φλεγμονή. Επιπλέον, μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η αφθονία μικροβίων που σχετίζονται με τη φλεγμονή στην υπερουριχαιμία και τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος σχετίζονται με την εξασθένηση του εντερικού φραγμού, ο οποίος διαταράσσει τη σχέση ξενιστή-μικροβιώματος. Ενώ το ουρικό οξύ στον αυλό του εντέρου μπορεί να παίξει προστατευτικό ρόλο στον εντερικό τραυματισμό, ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι οι αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα που προκαλούνται από το ουρικό οξύ είναι ευεργετικές για το σώμα.
Ο μεταβολισμός του εντερικού μικροβιώματος στην υπερουριχαιμία
Διάφοροι μεταβολίτες, συμπεριλαμβανομένων των SCFAs, της τριμεθυλαμίνης, παραγώγων των αμινοξέων και των βιταμινών, παράγονται από το εντερικό μικροβίωμα από διατροφικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών ποσοτήτων μικροθρεπτικών συστατικών, φυτικών ινών και πολυφαινολών. Το οξικό (C2), το προπιονικό (C3) και το βουτυρικό οξύ (C4) είναι τα πιο διαδεδομένα SCFA στο ανθρώπινο σώμα. Το ανθρώπινο σώμα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα SCFA. Το βουτυρικό οξύ προστατεύει το ανθρώπινο έντερο θρέφοντας τον βλεννογόνο, ενισχύει την ανάπτυξη και επιδιόρθωση των εντερικών λαχνών, ενισχύει την εντερική ανοσία, βοηθάει την ανάπτυξη καλών βακτηρίων και αποτρέπει τον αποικισμό παθογόνων. Μια μελέτη αποκάλυψε σημαντικές διαφορές στον μεταβολισμό των αμινοξέων (βιοσύνθεση φαινυλαλανίνης, τυροσίνης και τρυπτοφάνης, μεταβολισμός D-γλουταμίνης και D-γλουταμινικού και μεταβολισμός φωσφορικών και φωσφονικών) και στο μεταβολισμό των νουκλεοτιδίων (μεταβολισμός πουρίνης) μεταξύ ασθενών με υπερουριχαιμία και υγιών μαρτύρων. Η μεταβολική δυσλειτουργία του εντερικού μικροβιώματος μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό μέσω της επίδρασής του στους μεταβολίτες του ξενιστή. Η παραγωγή SCFAs (συγκεντρώσεις οξικού, προπιονικού και βουτυρικού) που προέρχονται από το εντερικό μικροβίωμα σε ποντίκια συσχετίζεται θετικά με την αποτελεσματικότητα της θεραπείας της υπερουριχαιμίας. Αυτό το εύρημα καταδεικνύει ότι ορισμένα ωφέλιμα βακτήρια μειώνονται, συμπεριλαμβανομένων των βακτηρίων που παράγουν SCFAs, όπως είδη των γενών Clostridium και Ruminococcus.
Διάγνωση ουρικής αρθρίτιδας με βάση το μικροβίωμα του εντέρου
Λόγω της αιτιολογικής σχέσης μεταξύ του εντερικού μικροβιώματος και της ανάπτυξης ουρικής αρθρίτιδας, το ειδικό εντερικό μικροβίωμα για την ουρική αρθρίτιδα θα μπορούσε να αποτελεί διαγνωστικό δείκτη. Τα τελευταία χρόνια διάφορες μελέτες προσπαθούν να συστηματοποιήσουν την ανισορροπία του εντερικού μικροβιώματος που χαρακτηρίζει την ουρική αρθρίτιδα, με σκοπό να γίνει αποτελέσει ένα μη επεμβατικό διαγνωστικό εργαλείο για την ουρική αρθρίτιδα και την ασυμπτωματική υπερουριχαιμία.
Θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας
Κλασική θεραπεία και αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), τα γλυκοκορτικοειδή και η κολχικίνη είναι τα φάρμακα πρώτης γραμμής για την οξεία ουρική αρθρίτιδα. Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες περιγράφουν τους αναστολείς της οξειδάσης της ξανθίνης και τα ουρικοζουρικά φάρμακα ως θεραπείες πρώτης και δεύτερης γραμμής, αντίστοιχα, στη θεραπεία μείωσης του ουρικού οξέος. Το εντερικό μικροβιώμα έχει γίνει ένας σημαντικός παράγοντας στην υπερουριχαιμία και έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει την ανταπόκριση στη θεραπεία της νόσου. Μια πρόσφατη μελέτη βρήκε ουσιαστικές αλλαγές στη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος και προαγωγή του σχηματισμού SCFA, ιδιαίτερα του οξικού οξέος, σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα μετά τη θεραπεία.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
Τα ΜΣΑΦ είναι κλασικά φάρμακα για τη θεραπεία της οξείας ουρικής αρθρίτιδας που βοηθούν στην ανακούφιση από τον πόνο και τη φλεγμονή. Ωστόσο, τα ΜΣΑΦ έχουν αρκετές παρενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των γαστρεντερικών βλαβών. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα ΜΣΑΦ μπορούν να διαταράξουν την ισορροπία του μικροβιώματος του εντέρου, αυξάνοντας τα Gram αρνητικά βακτήρια και μειώνοντας τα Gram θετικά βακτήρια. Στη συνέχεια, τα παθογόνα μπορεί να ενεργοποιήσουν φλεγμονώδεις μηχανισμούς μέσω του TLR4 και να απελευθερώσουν φλεγμονώδεις κυτοκίνες. Επιπλέον, τα ΜΣΑΦ μπορούν να αυξήσουν την εντερική διαπερατότητα, οδηγώντας σε περαιτέρω αλλαγές στη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος.
Κολχικίνη
Η κολχικίνη είναι ένα κλασικό φάρμακο για την ουρική αρθρίτιδα που μπορεί να εμποδίσει τον πολυμερισμό της τουμπουλίνης και να αποτρέψει την φλεγμονώδη διεργασία. Ωστόσο, η κολχικίνη έχει αρκετές παρενέργειες. Η γαστρεντερική δυσφορία είναι το πιο κοινό σύμπτωμα της τοξικότητας του φαρμάκου, συμπεριλαμβανομένης της ναυτίας, του εμέτου και της διάρροιας. Μελέτες σε ποντίκια έδειξαν ότι η από του στόματος χορήγηση κολχικίνης επηρέασε σημαντικά τη γαστρεντερική δομή και άλλαξε ουσιαστικά την ποικιλότητα, τη σύνθεση και τη λειτουργία του μικροβιώματος του εντέρου.
Αλλοπουρινόλη
Η αλλοπουρινόλη, ένας αναστολέας της οξειδάσης της ξανθίνης, είναι ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα φάρμακα για τη μείωση του ουρικού οξέος. Μελέτες διαπίστωσαν ότι το εντερικό μικροβίωμα στην ομάδα θεραπείας με αλλοπουρινόλη άλλαξε σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Η ομάδα θεραπείας είχε αυξημένα Bifidobacterium και μειωμένα αναερόβια, τα οποία μπορεί να σχετίζονται με τη μείωση του ουρικού οξέος. Επιπλέον, το γένος Bilophila, το μόνο που μειώνεται στην ομάδα θεραπείας με αλλοπουρινόλη, έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί συστηματική φλεγμονή.
Βενζβρομαρόνη
Η βενζβρομαρόνη μειώνει τα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα και την επαναρρόφηση του από τα νεφρικά σωληνάρια. Μελέτες έδειξαν ότι η θεραπεία με βενζβρωμαρόνη άλλαξε το εντερικό μικροβίωμα στην ομάδα που την έλαβε. Οδήγησε σε αύξηση του Bifidobacterium και μείωση στα αναερόβια Butyricimonas. Επιπλέον, η βενζβρωμαρόνη επιδιόρθωσε τη διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων σε αρουραίους υπερουριχαιμίας μέσω παρέμβασης στο εντερικό μικροβιώμα .
Φεβουξοστάτη
Η φεβουξοστάτη, είναι ένας μη πουρινικός αναστολέας της οξειδάσης της ξανθίνης, και χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα. Αναστέλλει όλες τις μορφές της οξειδάσης της ξανθίνης, μειώνοντας το σχηματισμό ουρικού οξέος. Σε σχετική μελέτη δείχθηκε μείωση της βιοποικιλότητας του εντερικού μικροβιώματος σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα χωρίς θεραπεία και η χρήση φεβουξοστάτης αποκατέστησε εν μέρει αυτή την αλλαγή. Η ανάλυση αποκάλυψε ότι το μικροβίωμα του εντέρου των ασθενών με ουρική αρθρίτιδα ήταν λειτουργικά εμπλουτισμένο για το μεταβολισμό υδατανθράκων, αλλά είχε χαμηλότερο δυναμικό για μεταβολισμό πουρίνης, το οποίο ενισχύθηκε σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα που έλαβαν θεραπεία με φεβουξοστάτη. Μια άλλη μελέτη σε πειραματόζωα επαλήθευσε ότι η φεβουξοστάτη μπορούσε να αναδιαμορφώσει τη δυσβίωση του εντερικού μικροβιώματος, να ρυθμίσει τους μεταβολίτες που προέρχονται από το έντερο και να αναστείλει τη μικροφλεγμονή in vivo.
Θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας με παρεμβάσεις στο μικροβίωμα του εντέρου
Προβιοτικά και πρεβιοτικά
Τα χαμηλά ποσοστά συμμόρφωσης των ασθενών στη θεραπεία για τη μείωση του ουρικού οξέος αλλά και οι παρενέργειες των κλασικών φαρμάκων παραμένουν προκλήσεις για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας. Αυτές οι παρενέργειες περιλαμβάνουν τοξικότητα στο γαστρεντερικό σύστημα, ανοχή, σύνδρομο υπερευαισθησίας στην αλλοπουρινόλη, νεφροτοξικότητα και άλλες. Περίπου το 40% των ασθενών με ουρική αρθρίτιδα πάσχουν από χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) (τουλάχιστον στάδιο ΙΙ) και μειωμένο GFR.
Τα τελευταία χρόνια, η καλύτερη κατανόηση του εντερικού μικροβιώματος στην παθογένεση της ουρικής αρθρίτιδας και η εφαρμογή φυσικών μεθόδων στην πρόληψη και θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας έχουν προσελκύσει το επιστημονικό ενδιαφέρον. Φυσικά προϊόντα, πρεβιοτικά, προβιοτικά και η μεταμόσχευση εντερικού μικροβιώματος (μεταμόσχευση κοπράνων, Fecal Material Transplantation - FMT) μελετώνται ως νέες θεραπευτικές μεθόδους με δράση στο εντερικό μικροβίωμα. Οι μέθοδοι αυτοί παίζουν ρόλο στη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας με την αναστολή του μεταβολισμού των πουρινών και των φλεγμονωδών παραγόντων, ρυθμίζοντας την έκφραση των μεταφορέων του ουρικού οξέος και προστατεύοντας την ακεραιότητα του εντερικού φραγμού. Μπορούν επίσης να αυξήσουν την αφθονία των εντερικών βακτηρίων που σχετίζονται με την παραγωγή των SCFA και να ενισχύσουν την παραγωγή SCFA, αναστέλλοντας έτσι τη δραστηριότητα της XOD στον ορό και το ήπαρ.
Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί που, όταν χορηγούνται επαρκώς, προσφέρουν όφελος για την υγεία του ξενιστή. Τα στελέχη Bifidobacterium και Lactobacillus είναι τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα προβιοτικά σε λειτουργικά τρόφιμα και συμπληρώματα διατροφής. Ωστόσο, η επόμενη γενιά προβιοτικών, όπως το Faecalibacterium prausnitzii, η Akkermansia muciniphila ή το γένος Clostridium, έχουν δείξει πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα.
Μερικά πειράματα in vitro έχουν αποδείξει ότι οι δίαιτες που περιέχουν προβιοτικά μπορούν να αποτρέψουν την υπερουριχαιμία ρυθμίζοντας τη δομή και τη λειτουργία του εντερικού μικροβιώματος. Για παράδειγμα, ο Lactobacillus fermentans JL-3 μπορεί να ρυθμίσει τη δυσβίωση του εντερικού μικροβιώματος που προκαλείται από υπερουριχαιμία και να μειώσει αποτελεσματικά τα επίπεδα του ουρικού οξέος σε πειραματόζωα. Άλλα προβιοτικά, έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν την προκαλούμενη από τη φρουκτόζη υπερουριχαιμία μειόνωντας τη δραστηριότητα της ηπατικής οξειδάσης της ξανθίνης και να ρυθμίζοντας την εντερική δυσβίωση που προκαλείται από την υψηλή φρουκτόζη. Επιπλέον, μελέτες απέδειξαν ότι τα προβιοτικά που περιέχουν βακτήρια αποσύνθεσης του ουρικού οξέος μπορούν να μειώσουν το ουρικό οξύ του ορού σε υπερουριχιμικά πειραματόζωα.
Το πρεβιοτικό είναι το υπόστρωμα που χρησιμοποιείται επιλεκτικά από του μικροοργανισμούς του ξενιστή προσδίδοντας του όφελος για την υγεία. Πρόσφατες μελέτες που χρησιμοποιούν μια ποικιλία προβιοτικών μορίων έχουν αποδείξει την αύξηση στον σχετικό αριθμό των Lactobacillus και Bifidobacterium spp. καθώς και αλλαγές στον βακτηριακό μεταβολισμό, όπως αποδεικνύεται, ειδικότερα, από την αυξημένη παραγωγή λιπαρών οξέων βραχείας αλυσίδας, όπως το βουτυρικό και το προπιονικό.
Τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει πολλές μελέτες για τον μηχανισμό δράσης των διαφόρων προβιοτικών και πρεβιοτικών στη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας. Ο Πίνακας 1 δείχνει περιληπτικά τις παρεμβάσεις στο εντερικό μικροβίωμα για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες μελέτες διεξήγαγαν πειράματα σε ζώα και δεν έχουν γίνει δοκιμές σε ανθρώπους. Οι μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο σε μελέτες σε ανθρώπους για να διερευνήσουν εάν αυτές οι νέες θεραπείες, όπως τα πρεβιοτικά και τα προβιοτικά, μπορούν να ανακουφίσουν τα συμπτώματα της ουρικής αρθρίτιδας και να επιτύχουν τον σκοπό της θεραπείας.
Πίνακας 1. Παρεμβάσεις στο εντερικό μικροβίωμα για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας.
Παρέμβαση |
Αποτέλεσμα & Μηχανισμός Δράσης |
---|---|
Ινουλίνη |
Μειώνει τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό, ανακουφίζει από τη φλεγμονή και επιδιορθώνει τον εντερικό επιθηλιακό φραγμό. |
Κιχώριο (ραδίκι) |
Μειώνει τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό και αυξάνει το ουρικό οξύ στα κόπρανα. Επιδιορθώνει τον τραυματισμό του εντερικού βλεννογόνου. Αυξάνει τον αριθμό των φιλικών μικροβίων και μειώνει τον αριθμό των παθογόνων βακτηρίων για την αποκατάσταση του εντερικού μικροβιώματος. Μειώνει τη φλεγμονώδη απόκριση. |
Ολιγοπεπτίδια κρέατος τόνου (TMOP) |
Μειώνει την υπερουριχαιμία και τον φλεγμονώδη απόκριση. Επιδιορθώνει τον εντερικό επιθηλιακό φραγμό. Αντιστρέφει την ανισορροπία του εντερικού μικροβιώματος και αυξάνει την παραγωγή λιπαρών οξέων βραχείας αλυσίδας. |
Πολυφαινόλες γύρης μελισσών Camellia japonica (CPE-E) |
Μειώνει τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό και βελτιώνει τη νεφρική λειτουργία. Αναστέλλει τη δραστηριότητα της ηπατικής οξειδάσης της ξανθίνης (XOD). Αλλάζει τη δομή του μικροβιώματος του εντέρου και αυξάνει την αφθονία των ωφέλιμων βακτηρίων και την περιεκτικότητα σε λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας. Μειώνει τη φλεγμονώδεις αντιδράσεις |
Υδρολύματα θαλάσσιου αγγουριού |
Μειώνει την υπερουριχαιμία και τη νεφρική φλεγμονή που προκαλείται από τη διατροφή. Αναστέλλει τη βιοσύνθεση ουρικού οξέος και προάγει την απέκκριση του. Μειώνει τη μεταγραφή των προφλεγμονωδών κυτοκινών και αυξάνει τη μεταγραφή των αντιφλεγμονωδών κυτοκινών. Αυξάνει του ωφέλιμους γαλακτοβάκιλλους και των παραγωγών λιπαρών οξέων βραχείας αλυσίδας, μειώνει τα ευκαιριακά παθογόνα και εξισορροπεί τη δυσλειτουργίας του εντερικού μικροβιώματος. |
β-καροτίνη και πράσινο τσάι |
Ανακουφίζει από την οξεία κρίση ουρικής αρθρίτιδας. Μειώνει το οίδημα και τον πόνο των αρθρώσεων σε ποντίκια με ουρική αρθρίτιδα. Μειώνει τα επίπεδα ουρικού οξέος και των προφλεγμονωδών κυτοκινών στον ορό. Βελτιώνει το προφίλ του μικροβιώματος του εντέρου και μειώνει τα μεταβολικά επίπεδα των πουρινών και των πυριμιδινών. |
Enteromorpha prolifera (πράσινα φύκη) |
Μειώνουν την υπερουριχαιμία και αναστρέφουν τις βλάβες των νεφρών. Μειώουνι το ουρικό οξύ του ορού, το άζωτο της ουρίας, την οξειδάση της ξανθίνης ορού (XOD) και την ηπατική XOD. Διατηρούν τη σταθερότητα του εντερικού μικροβιώματος, το οποίο σχετίζεται στενά με τη ρύθμιση της υπερουριχαιμίας. |
Κουρκουμίνη |
Μειώνει το επίπεδο της ουραιμικής τοξίνης και βελτιώνει τη νεφρική φλεγμονή και την ίνωση. Ρυθμίζει τη δομή του μικροβιώματος του εντέρου και βελτιώνει τη διαπερατότητα του εντέρου. Αυξάνει τα ωφέλιμα βακτήρια και μειώνει τα παθογόνα. |
Lactobacillus brevis DM9218 |
Μειώνει τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό. Μειώνει την έκφραση της οξειδάσης της ξανθίνης και τη δραστηριότητα που διεγείρεται από τις φλεγμονώδεις κυτοκίνες. |
Lactobacillus fermentum JL-3 |
Μειώνει το οξειδωτικό στρες και τη φλεγμονή που προκαλείται από το ουρικό οξύ και ρυθμίζει την επαγόμενη από το ουρικό οξύ ανισορροπία του μικροβιώματος σε ποντίκια με υπερουριχαιμία. Αποδομεί το ουρικό οξύ στο έντερο και μειώνει την ποσότητα του ουρικού οξέος που επαναρροφάται από το εντερικό επιθήλιο στην κυκλοφορία. Περιέχει στελέχη γαλακτοβάκιλλων που αποικοδομούν τις πουρίνες, μειώνοντας έτσι την απέκκριση του ουρικού οξέος στα κόπρανα. Ρυθμίζει τη δομή και τη λειτουργία του μικροβιώματος του εντέρου. |
Μεταμόσχευση Εντερικού Μικροβιώματος (FMT) |
Μειώνει τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό. Αποκαθιστά την κατεστραμμένη λειτουργία του εντερικού φραγμού. |
Διατροφικές συνήθειες
Η σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος μπορεί να τροποποιηθεί από αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες του ατόμου, ειδικά όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητα των λιπών, των διαιτητικών ινών και των υδατανθράκων που καταναλώνονται. Οι διατροφικοί παράγοντες θεωρούνται επίσης παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της ουρικής αρθρίτιδας και επομένως, πολλά καθιερωμένα πρότυπα υγιεινής διατροφής, όπως η μεσογειακή διατροφή και η δίαιτα για τη μείωση της υπέρτασης (DASH), μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα ουρικού ορού. Μελέτες έχουν δείξει ότι η τυπική δυτική διατροφή σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ουρικής αρθρίτιδας, ενώ η τήρηση της μεσογειακής διατροφής σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο. Ως εκ τούτου, η μεσογειακή και η δίαιτα DASH έχουν καλά αποτελέσματα στην υπερουριχαιμία.
Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει ότι μια δίαιτα με υπερβολική πρόσληψη φρουκτόζης μπορεί να επηρεάσει τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος μέσω διαφόρων βλαβών στη λειτουργία του εντερικού φραγμού της φλεγμονώδους απόκρισης. Επομένως, μια μέθοδος για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας θα μπορούσε να είναι ο περιορισμός της πρόσληψης φρουκτόζης και η βελτίωση της σύνθεσης του εντερικού μικροβιώματος
Μεταμόσχευση εντερικού μικροβιώματος
Η μεταμόσχευση εντερικού μικροβιώματος (μεταμόσχευση κοπράνων, FMT) είναι η μεταφορά μικροβιακού περιεχομένου από το έντερο από ένα υγιές άτομο στο γαστρεντερικό σύστημα ενός άρρωστου ατόμου. Ο μηχανισμός δράσης δεν είναι πλήρως κατανοητός, αλλά η αποκατάσταση ενός διαταραγμένου μικροβιώματος αποτελεί τη βάση του παρατηρούμενου αποτελέσματος. Δεδομένου ότι η ανισορροπία του εντερικού μικροβιώματος σχετίζεται στενά με την ουρική αρθρίτιδα, η FMT μπορεί να γίνει μια νέα παρέμβαση στη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας.
Σε διάφορες μελέτες διαπιστώθηκε ότι η μεταμόσχευση εντερικού μικροβιώματος μείωσε αποτελεσματικά τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό, ανακούφισε από τα συμπτώματα της ουρικής αρθρίτιδας και βελτίωσε την εξασθενημένη λειτουργία του εντερικού φραγμού σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα.
Συμπεράσματα
Το εντερικό μικροβίωμα διαδραματίζει βασικό ρόλο στην παθογένεση της ουρικής αρθρίτιδας μέσω των αλλαγών της ποικιλομορφίας, της αφθονίας, των μεταβολικών οδών και των μεταβολιτών όπως τα SCFAs, με αποτέλεσμα την υπερουριχαιμία και την έξαρση της ουρικής αρθρίτιδας. Η υπερουριχαιμία και η ουρική αρθρίτιδα μπορεί να προκαλέσουν ανισορροπία στο μικροβίωμα στο έντερο, η οποία μπορεί στη συνέχεια να πυροδοτήσει την ανάπτυξη άλλων μεταβολικών νοσημάτων, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Επιπλέον, φάρμακα που σχετίζονται με τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας μπορούν να διαδραματίσουν θεραπευτικό ρόλο αλλάζοντας τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος. Η εξέταση του εντερικού μικροβιώματος παρέχει έναν μη επεμβατικό, απλό, ευαίσθητο και αξιόπιστο δείκτη στη διάγνωση. Η ανάπτυξη νέων και ασφαλών νέων φαρμάκων που στοχεύουν στο εντερικό μικροβιώμα έχει γίνει αντικείμενο έρευνας. Τα πρεβιοτικά, τα προβιοτικά και η θεραπεία μεταμόσχευσης εντερικού μικροβιώματος αναμένεται να γίνουν νέες μέθοδοι για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών προσφέρουμε μια μεγάλη γκάμα εργαστηριακών εξετάσεων (EnteroScan®) που αφορούν το εντερικό μικροβίωμα και τις λειτουργίες του, στην προσπάθεια να συνεισφέρουμε στη διάγνωση όλων των παθήσεων που σχετίζονται με το εντερικό μικροβίωμα.
Ταυτόχρονα οι κατάλληλα εκπαιδευμένοι συνεργάτες μας, αξιολογώντας την κλινική κατάσταση του ασθενούς και τα ευρήματα των εξετάσεων μπορούν να προσφέρουν τις πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τη θεραπεία του εντερικού μικροβιώματος και των παθήσεων που σχετίζονται με τις διαταραχές του.
Βιβλιογραφία
Tong S, Zhang P, Cheng Q, Chen M, Chen X, Wang Z, Lu X, Wu H. The role of gut microbiota in gout: Is gut microbiota a potential target for gout treatment? Front Cell Infect Microbiol. 2022 Nov 24;12:1051682. doi: 10.3389/fcimb.2022.1051682. PMID: 36506033; PMCID: PMC9730829.