Η μέτρηση των ειδικών αντισωμάτων έναντι των ειδών του γένους Plasmodium χρησιμοποιείται για την εργαστηριακή διάγνωση της ελονοσίας.
Η ελονοσία (μαλάρια) είναι μια απειλητική για τη ζωή ασθένεια, η οποία προκαλείται από το πρωτόζωο Plasmodium. Η μετάδοση των Πλασμωδίων γίνεται από τα κουνούπια του γένους Anopheles, αλλά μπορεί να συμβεί επίσης και μέσω της μετάγγισης αίματος. Οι άνθρωποι μπορούν να μολυνθούν από τέσσερα διαφορετικά είδη Πλασμωδίων: το Plasmodium falciparum, το Plasmodium vivax, το Plasmodium ovale και το Plasmodium malariae.
Οι λοιμώξεις από το P. falciparum μπορεί να αποβούν θανατηφόρες. Το P. falciparum και P. vivax αποτελούν τα πιο συνηθισμένα είδη. Η νόσος εμφανίζεται κυρίως σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές.
Η μόλυνση με τα Πλασμώδια επάγει την παραγωγή ειδικών αντισωμάτων. Σε γενικές γραμμές μπορούν να ανιχνευθούν εντός μερικών ημερών μετά την εμφάνιση των παρασίτων στο αίμα. Η συγκέντρωση των ειδικών αντισωμάτων είναι ανάλογη με την ένταση και τη διάρκεια της λοίμωξης. Η ανίχνευση των αντισωμάτων είναι πιο ευαίσθητη μέθοδος σε σχέση με την άμεση ανίχνευση του παθογόνου (παχιά σταγόνα) και ανεξάρτητη από την κατάσταση της μόλυνσης. Σε ασθενείς που μολύνονται για πρώτη φορά, το επίπεδο των ειδικών αντισωμάτων μειώνεται γρήγορα μετά την ανάρρωση. Αντίθετα, το επίπεδο των αντισωμάτων μειώνεται αργά (μέσα σε 2 - 3 χρόνια) στην περίπτωση ασθενών με επανα-μόλυνση που μετακινούνται σε μη ενδημικές περιοχές.
Δείτε επίσης:
Ελονοσία (Plasmodium sp.), Μοριακή Ανίχνευση