Η μυκητιασική αιδοιοκολπίτιδα (ή κολπική καντιντίαση) προκαλείται από φλεγμονώδεις μεταβολές στο κολπικό επιθήλιο και στο επιθήλιο του αιδοίου μετά από μόλυνση από μύκητες του γένους Candida, συνηθέστερα το είδος Candida albicans. Η Candida αποτελεί μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας του κόλπου σε πολλές γυναίκες (κολπικό μικροβίωμα) και η παρουσία της, συνήθως σε μικρούς αριθμούς, είναι συχνά ασυμπτωματική. Ως εκ τούτου, η διάγνωση της αιδοιοκολπίτιδας απαιτεί τόσο την παρουσία της Candida στον κόλπο όσο και την εμφάνιση συμπτωμάτων όπως ερεθισμός, κνησμός, δυσουρία ή άλλα συμπτώματα φλεγμονής.
Η κολπίτιδα γενικά είναι πολύ συνηθισμένη παθολογική κατάσταση για τις ενήλικες γυναίκες ενώ είναι ασυνήθιστη σε κορίτσια πριν την εφηβεία. Η βακτηριακή κολπίτιδα αντιπροσωπεύει το 40-50% όλων των περιπτώσεων κολπίτιδας, η κολπική καντιντίαση το 20-25% και η τριχομονάδωση το 15-20%.Η μυκητιασική αιδοιοκολπίτιδα είναι υπεύθυνη σχεδόν για το ένα τρίτο όλων των περιπτώσεων της αιδοιοκολπίτιδας σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, ενώ το 70% των γυναικών αναφέρουν ότι είχαν αιδοιοκολπίτιδα σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Περίπου το 8% των γυναικών υποφέρουν από υποτροπιάζουσες ή επαναλαμβανόμενες μυκητιασικές αιδοιοκολπίτιδες.
Το πιο συχνό παθογόνο είναι η Candida albicans (91% των περιπτώσεων) ενώ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες περιπτώσεις προκαλούνται από το είδος Candida glabrata (7%). Άλλα σπανιότερα είδη Candida που αποτελούν αιτίες κολπίτιδας είναι τα C. parapsilosis (1%) και C. tropicalis (1%). Οι μύκητες Candida στον κόλπο πιστεύεται ότι προέρχονται από τον γαστρεντερικό σωλήνα αλλά διατυπώνονται και επιστημονικές ενστάσεις επί αυτής της θεωρίας.
Οι αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση μυκητιασικής αιδοιοκολπίτιδας περιλαμβάνουν: χρήση οιστρογόνων (αντισυλληπτικά), αυξημένη παραγωγή ενδογενών οιστρογόνων (από εγκυμοσύνη ή παχυσαρκία), σακχαρώδης διαβήτης, ανοσοκαταστολή (ασθενείς υπό χημειοθεραπεία, με λοίμωξη HIV ή ασθενείς με μεταμόσχευση) και η χρήση ευρέος φάσματος αντιβιοτικών. Παρόλο που η αιδοιοκολπίτιδα είναι πιο συχνή στις γυναίκες που είναι σεξουαλικά ενεργές, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η μυκητιασική λοίμωξη μεταδίδεται σεξουαλικά. Ασθενείς με υποτροπιάζουσα μυκητιασική αιδοιοκολπίτιδα (δηλαδή 4 ή περισσότερα επεισόδια τεκμηριωμένης εργαστηριακά αιδοιοκολπίτιδας) πιθανόν να έχουν κάποιους γενετικούς προδιαθεσικούς παράγοντες που τις κάνουν να είναι επιρρεπείς στις υποτροπιάζουσες μυκητιασικές λοιμώξεις. Στους άνδρες, η λοίμωξη από Candida εμφανίζεται ως παροδικό εξάνθημα ή ερύθημα με κνησμό ή αίσθημα καύσους στο πέος που εμφανίζονται μέσα σε λίγα λεπτά μετά την χωρίς προστασία σεξουαλική επαφή. Τα συμπτώματα είναι αυτοπεριοριζόμενα και συχνά εξαφανίζονται μετά ντους.
Η αιδοιοκολπίτιδα εμφανίζεται όταν ο μύκητας διεισδύει επιφανειακά στο βλεννογόνο του κόλπου και προκαλεί φλεγμονώδη αντίδραση. Τα κυρίαρχα φλεγμονώδη κύτταρα είναι τυπικά πολυμορφοπύρηνα και μακροφάγα. Οι ασθενείς μπορεί να εμφανίζουν αύξηση των κολπικών εκκρίσεων, οι οποίες συνήθως είναι παχύρευστες και κολλώδεις, να έχουν δυσουρικά ενοχλήματα, κνησμό, αίσθημα καύσους στον κόλπο, δυσπαρευνία (πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή) ή οίδημα. Τα συμπτώματα μπορεί να γίνονται εντονότερα πριν την έλευση της περιόδου.
Η έλλειψη ειδικών συμπτωμάτων και σημείων της νόσου κάνει πολύ δύσκολη (ως αδύνατη) τη διάγνωση με βάση μόνο το ιστορικό και τη γυναικολογική κλινική εξέταση. Τα κλινικά σημεία και τα συμπτώματα από μόνα τους δεν πρέπει να θεωρούνται ικανοποιητικό τεκμήριο για τη διάγνωση (μόνο το 38% των περιπτώσεων μυκητιασικής κολπίτιδας μπορεί να αναγνωρισθεί με ακρίβεια με αυτόν τον τρόπο). Πολλές λοιμώξεις καθώς και μη λοιμώδεις φλεγμονές μπορεί να έχουν παρόμοια σημεία και συμπτώματα και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η εργαστηριακή επιβεβαίωση.
Στη Διαγνωστική Αθηνών ο έλεγχος για την παρουσία των μυκήτων του γένους Candida στο ουροποιογεννητικό σύστημα μπορεί να γίνει μεμονωμένα με μοριακό έλεγχο και μόνο για τον συγκεκριμένο μικροοργανισμό, ενώ επιπλέον ελέγχεται συνδυαστικά μαζί με άλλους μικροοργανισμούς στις παρακάτω εργαστηριακές εξετάσεις:
- FemoScan® Comprehensive
- FemoScan® Screen
- Κολπικό Έκκριμα, Μικροβιολογικός Έλεγχος (με Καλλιέργειες)
- Ουρηθρικό Επίχρισμα (Άνδρες), Εξέταση (με Καλλιέργειες)
Επιπλέον ο έλεγχος των μυκήτων Candida και των λοιμώξεων που προκαλούν μπορεί να ελεγχθεί με τις παρακάτω εργαστηριακές εξετάσεις:
- Candida albicans Πλήρης Ορολογικός Έλεγχος
- Κάντιντα (Candida albicans), Αντισώματα IgA
- Κάντιντα (Candida albicans), Αντισώματα IgG
- Κάντιντα (Candida albicans), Αντισώματα IgM
- Ειδική IgE M5 Candida albicans
- EnteroScan® Candida (Έλεγχος Καντιντίασης)
Ακόμη, περιλαμβάνεται ως επιμέρους εξέταση σε όλα τα EnteroScan®.