Η τριχομονάδα (Trichomonas vaginalis) είναι ένα παράσιτο (μαστιγοφόρο πρωτόζωο) του ανθρώπου υπεύθυνο για τα πιο συχνό μη-ιογενές σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα στον κόσμο. Η Trichomonas vaginalis αναγνωρίζεται ως μια από τις αιτίες για την εμφάνιση κολπίτιδας στις γυναίκες ενώ μπορεί επίσης να προκαλέσει ουρηθρίτιδα και προστατίτιδα στους άνδρες.
Αν και οι άνδρες είναι συχνά ασυμπτωματικοί φορείς της τριχομονάδας, κάποιες φορές μπορεί να αναφέρονται δυσουρικά ενοχλήματα και παθολογικά εκκρίματα από την ουρήθρα.
Στις γυναίκες, η νόσος μπορεί να κυμαίνεται από ασυμπτωματική (περίπου 25- 50% των γυναικών) μέχρι πολύ σοβαρή. Τα κλασικά συμπτώματα περιλαμβάνουν δύσοσμα και πυώδη κολπικά εκκρίματα, πόνο και φλεγμονή στην περιοχή του κόλπου. Οι τριχομονάδες μπορεί να προκαλέσουν και μετεγχειρητικές λοιμώξεις μετά από χειρουργικές επεμβάσεις στο γεννητικό σύστημα, που συνήθως παραμένουν εντοπισμένες στο κατώτερο τμήμα της ουροποιογεννητικής περιοχής. Οι παρουσία τριχομονάδων μπορεί επίσης να έχει σοβαρές συνέπειες στην υγεία των γυναικών με την εμφάνιση καταστάσεων όπως η υπογονιμότητα, η πρόωρη ρήξη των υμένων και πρόωρο τοκετό, τη γέννηση βρεφών με χαμηλό βάρος γέννησης ακόμη και νεογνικού θανάτου. Η ύπαρξη τριχομονάδων έχει δειχθεί επίσης ότι αυξάνει την πιθανότητα καρκίνου του τραχήλου της μήτρας που οφείλεται στους ιούς HPV. Επιπλέον, δημιουργεί αυξημένη προδιάθεση για μόλυνση με τον ιό HIV, τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Σε ορισμένες γυναίκες τα συμπτώματα της τριχομονάδωσης μπορεί να παραμένουν σταθερά σε όλη τη διάρκεια του κύκλου, σε ορισμένες όμως άλλες περιπτώσεις τα συμπτώματα εμφανίζουν περιοδικότητα και γίνονται πιο έντονα κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης.
Οι τριχομονάδες αντιμετωπίζονται σχετικά εύκολα με χορήγηση μετρονιδαζόλης, ενός αντιβιοτικού που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από αναερόβια μικρόβια και παράσιτα. Ωστόσο, αποτυχία της θεραπείας είναι συχνή, κυρίως λόγω των σημαντικών ανεπιθύμητων ενεργειών από το γαστρεντερικό. Η συστηματική χορήγηση μετρονιδαζόλης μπορεί επίσης να οδηγήσει στην εμφάνιση αλλεργίας και ανθεκτικότητας. Η ενδοκολπική χορήγηση του φαρμάκου επιτρέπει των καλύτερη αντιμετώπιση των τριχομονάδων και αποφυγή των συστηματικών ανεπιθύμητων δράσεων.
Εργαστηριακά, οι τριχομονάδες ανιχνεύονται στο άμεσο παρασκεύασμα του κολπικού εκκρίματος στις γυναίκες ή του ουρηθρικού στους άνδρες. Αρκετές φορές γίνονται ορατές και στον έλεγχο των ούρων (π.χ. γενική εξέταση ούρων). Ο εργαστηριακός έλεγχος με μικροσκοπία έχει ευαισθησία μόνο 60-75%, ενώ η σύγχρονη εξέταση με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) μπορεί να ανιχνεύσει την Trichomonas vaginalis με ευαισθησία 90-100% ενώ και η ειδικότητα της μεθόδου προσεγγίζει το 99%.
Στη Διαγνωστική Αθηνών ο έλεγχος για την παρουσία της τριχομονάδας (Trichomonas vaginalis) μπορεί να γίνει μεμονωμένα με μοριακό έλεγχο και μόνο για τον συγκεκριμένο μικροοργανισμό, ενώ επιπλέον ελέγχεται συνδυαστικά μαζί με άλλους μικροοργανισμούς στις παρακάτω εργαστηριακές εξετάσεις: