Ο έλεγχος των κοπράνων για το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού (Helicobacter pylori), χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της λοίμωξης του στομάχου με το συγκεκριμένο μικρόβιο. Είναι μια εύκολη, μη επεμβατική, οικονομική, εξαιρετικά ακριβής και αξιόπιστη εξέταση που συστήνεται από Γαστρεντερολόγους και Γαστρεντερολογικές ενώσεις σε όλο τον κόσμο, για τη διάγνωση, την παρακολούθηση και τον έλεγχο της εκρίζωσης του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού.
Τι είναι η λοίμωξη από Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού και ποιους επηρεάζει;
Το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού είναι ένα μικρόβιο που μπορεί να μολύνει το βλεννογόνο του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου (του πρώτου τμήματος του εντέρου). Πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού έχει το μικρόβιο στον οργανισμό του. Οι λεπτομέρειες του πώς και πότε μολύνεται κάποιος, παραμένουν άγνωστες σε μεγάλο βαθμό. Όταν κάποιος μολυνθεί, εάν δεν υποβληθεί σε θεραπεία, το μικρόβιο παραμένει για το υπόλοιπο της ζωής.
Πώς γίνεται η διάγνωση της λοίμωξης με το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού;
- Με το τεστ αναπνοής (ουρίας). Σύμφωνα με αυτό, ο ασθενής πίνει ένα ειδικό διάλυμα και στη συνέχεια αναλύεται δείγμα της αναπνοής. Πριν από την εξέταση δεν θα πρέπει να έχει γίνει λήψη αντιβιοτικών, αναστολέων της αντλίας πρωτονίων (PPI) ή ανταγωνιστών των Η2-υποδοχέων για τουλάχιστον 2-4 εβδομάδες. Επίσης, πρέπει να έχει προηγηθεί νηστεία και ο λόγος είναι επειδή τα φάρμακα και τα τρόφιμα μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της εξέτασης. Επίσης σε περιπτώσεις αχλωρυδρίας ή άλλων μικροοργανισμών που παράγουν ουρία μπορεί να δώσει ψευδώς θετικό αποτελέσμα.
- Με εξετάσεις αίματος μπορεί να ανιχνευθούν αντισώματα έναντι του Ελικοβακτηριδίου. Ο έλεγχος αυτός χρησιμοποιείται μερικές φορές για να επιβεβαιώσει τη λοίμωξη. Ωστόσο, μπορεί να χρειαστεί μέχρι και ένα χρόνο για να γίνουν αρνητικά τα αντισώματα μετά από την επιτυχή εκκαθάριση του μικροβίου. Ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιβεβαιώσει την επιτυχία της θεραπείας.
- Με γαστροσκόπηση και βιοψία μπορεί να ελεγχθεί επίσης ο βλεννογόνος για την παρουσία του Ελικοβακτηριδίου.
- Αντιγόνο Ελικοβακτηριδίου στα κόπρανα. Αποτελεί μια εναλλακτική εξέταση που μπορεί να αντικαταστήσει όλες τις παραπάνω. Είναι η πιο ακριβής, μη επεμβατική εξέταση, για τη διάγνωση και για την επιβεβαίωση της εκρίζωσης του Ελικοβακτηριδίου. Ο έλεγχος για την παρουσία του αντιγόνου του Ελικοβακτηριδίου στα κόπρανα είναι εξαιρετικά ειδική και ευαίσθητη για τη διάγνωση, τη θεραπευτική παρακολούθηση και την επιβεβαίωση της εκρίζωσης του μικροβίου. Ο έλεγχος του Ελικοβακτηριδίου με τον τρόπο αυτό, δεν έχει κινδύνους ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, σε αντίθεση με το τεστ της ουρίας. Και σε αυτό το τεστ (όπως και της ουρίας) δεν θα πρέπει να γίνεται λήψη αντιβιοτικών, αναστολέων της αντλίας πρωτονίων (PPI) ή ανταγωνιστών των Η2-υποδοχέων.
Τι προβλήματα προκαλεί το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού;
- Συνήθως δεν προκαλεί προβλήματα. Οι περισσότεροι άνθρωποι με Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού δεν έχουν συμπτώματα και οι πιο πολλοί δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί.
- Έλκη του στομάχου και του δωδεκαδάκτυλου. Το Ελικοβακτηρίδιο είναι η πιο κοινή αιτία έλκους του δωδεκαδακτύλου και του στομάχου. Περίπου 3 στα 20 άτομα με Ελικοβακτηρίδιο εμφανίζουν έλκος.
- Μη-ελκωτική δυσπεψία ή λειτουργική δυσπεψία. Είναι μια κατάσταση όπου υπάρχουν επαναλαμβανόμενες εξάρσεις δυσπεψίας και οι οποίες δεν προκαλούνται από έλκος ή φλεγμονή. Η αιτία των περισσότερων περιπτώσεων δεν είναι γνωστή. Κάποιες περιπτώσεις μπορεί να οφείλονται στο Ελικοβακτηρίδιο.
- Καρκίνος του στομάχου. Θεωρείται ότι η μακροχρόνια μόλυνση με Ελικοβακτηρίδιο αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου στο στομάχι. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων με Ελικοβακτηρίδιο δεν παθαίνουν καρκίνο.
- Λέμφωμα που σχετίζεται με το γαστρικό βλεννογόνο (MALToma). Εξαιρετικά σπάνια και ασυνήθιστη μορφή καρκίνου του στομάχου. Η λοίμωξη με Ελικοβακτηρίδιο θεωρείται ότι παίζει κάποιο ρόλο.
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.