URL path: Αρχική σελίδα // Πρωτεΐνη Δέσμευσης Λιπαρών Οξέων 2 (FABP2)

Πρωτεΐνη Δέσμευσης Λιπαρών Οξέων 2 (FABP2)

Η πρωτεΐνη δέσμευσης λιπαρών οξέων 2 (FABP2), γνωστή επίσης ως εντερική πρωτεΐνη δέσμευσης λιπαρών οξέων (I-FABP), είναι μια πρωτεΐνη που παίζει σημαντικό ρόλο στη μεταφορά των λιπαρών οξέων στο λεπτό έντερο. Είναι μέλος της οικογένειας των πρωτεϊνών δέσμευσης λιπαρών οξέων, η οποία περιλαμβάνει αρκετές πρωτεΐνες με παρόμοιες λειτουργίες σε διάφορους ιστούς. Η FABP2 είναι ένας νέος βιοδείκτης για διάφορες παθήσεις του γαστρεντερικού. Αυξημένα επίπεδα FABP2 στο αίμα υποδεικνύουν βλάβη του εντερικού βλεννογόνου, καθιστώντας τη FABP2 βιοδείκτη για καταστάσεις όπως η κοιλιοκάκη, η νόσος του Crohn και άλλες γαστρεντερικές διαταραχές.

Περισσότερες Πληροφορίες

Η FABP2 είναι μια μικρή κυτταπλασματική πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 15 kDa. Αποτελείται από 127 αμινοξέα και έχει δομή που σχηματίζει μια υδρόφοβη κοιλότητα που μπορεί να δεσμεύσει και να μεταφέρει τα υδρόφοβα λιπαρά οξέα. Ενώ η FABP2 βρίσκεται κυρίως στο λεπτό έντερο, εκφράζεται επίσης στο ήπαρ και σε άλλους ιστούς σε μικρότερο βαθμό.

Η κύρια λειτουργία της FABP2 είναι να δεσμεύεται σε λιπαρά οξέα μακράς αλυσίδας και να τα μεταφέρει μέσω των εντεροκυττάρων (τα απορροφητικά κύτταρα του λεπτού εντέρου). Διευκολύνει την απορρόφηση των λιπαρών οξέων της διατροφής, τα οποία είναι απαραίτητα για την παραγωγή ενέργειας και διάφορες φυσιολογικές διεργασίες. Η FABP2 συμμετέχει στο μεταβολισμό των λιπιδίων και παίζει ρόλο στη ρύθμιση της πρόσληψης και αποθήκευσης των λιπιδίων στο λεπτό έντερο.

Τι είναι το διαρρέον έντερο;

Διαρρέον έντερο (leaky gut) είναι η κατάσταση διαταραχής της λειτουργίας φραγμού του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου. Ως αποτέλεσμα, τα βακτήρια και οι τοξίνες από το έντερο μπορούν να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να προωθήσουν τη συστηματική φλεγμονή. Επιπλέον, υπάρχουν διαταραχές στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών, βιταμινών και ιχνοστοιχείων και παράγονται σε μειωμένο βαθμό ένζυμα που εκκρίνονται από το εντερικό επιθήλιο, όπως η διαμινοξειδάση (DAO) που διασπά την ισταμίνη. Το διαρρέον έντερο προκαλείται είτε από αυξημένη διαπερατότητα των στενών συνδέσμων (tight junctions) στον εντερικό βλεννογόνο είτε από δομική ή λειτουργική βλάβη στο ίδιο το εντερικό επιθήλιο.

Αιτίες του συνδρόμου διαρρέοντος εντέρου

Ο διαταραγμένος εντερικός φραγμός έχει περιγραφεί σε εντερικές παθήσεις, αλλά και σε άλλες συστηματικές φλεγμονώδεις ασθένειες όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, οι ημικρανίες, ο αυτισμός, η ADHD, η κατάθλιψη, η σκλήρυνση κατά πλάκας ή το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (CFS). Εκτός από τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, η παθογένεση της διαταραχής της αυξημένης εντερικής διαπερατότητας είναι συχνά ασαφής. Το εντερικό μικροβίωμα όπως και το ανοσοποιητικό σύστημα, ιδιαίτερα οι μηχανισμοί μειωμένης ανοχής, συνδέονται συχνά με το διαρρέον έντερο. Πολλές καταστάσεις μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση του διαρρέοντος εντέρου, όπως τροφικές δυσανεξίες, εντερική έκθεση σε τοξικά μέταλλα, λοιμώξεις, φάρμακα (ΜΣΑΦ, αντιβιοτικά κ.λπ.), πικάντικα τρόφιμα και κατανάλωση αλκοόλ. Το στρες μπορεί επίσης να οδηγήσει σε διαρρέον έντερο, πιθανώς μέσω ψυχοσωματικών αλλαγών στο μικροβίωμα ή μέσω συμπαθητικής διέγερσης των μαστοκυττάρων.

Εργαστηριακά διαγνωστικά στοιχεία για το διαρρέον έντερο

Η θεραπεία του διαρρέοντος εντέρου αποτελεί σημαντικό πυλώνα στη θεραπεία χρόνιων φλεγμονωδών ασθενειών. Οι μη επεμβατικοί εργαστηριακοί δείκτες είναι απαραίτητοι τόσο για τη διάγνωση όσο και για τον έλεγχο της θεραπείας.

Η μέθοδος αναφοράς είναι η αναλογία λακτουλόζης/μαννιτόλης, η οποίο σπάνια πλέον πραγματοποιείται λόγω της προσπάθειας και της καταπόνησης του ασθενούς, αλλά βάσει της οποίας πρέπει να συγκρίνονται οι υπόλοιποι μη επεμβατικοί εργαστηριακοί δείκτες (μέθοδος αναφοράς). Σε αυτή την εξέταση, ο ασθενής λαμβάνει ένα μίγμα λακτουλόζης/μαννιτόλης από το στόμα. Ως μικρό μόριο, ο μονοσακχαρίτης μαννιτόλη απορροφάται διαμέσου των επιθηλιακών κυττάρων με σχετικά ανεμπόδιστο τρόπο, ενώ ο μεγαλύτερος δισακχαρίτης λακτουλόζη εισέρχεται στο αίμα μόνο μέσω των ανοικτών στενών συνδέσμων στα σημεία που συνδέονται τα επιθηλιακά κύτταρα του εντέρου (μεταξύ των κυττάρων). Η αυξημένη πρόσληψη λακτουλόζης (μετρούμενη ως αναλογία λακτουλόζης/μαννιτόλης στα ούρα μετά από 2-6 ώρες) υποδεικνύει διαταραγμένη λειτουργία του εντερικού φραγμού.

Οι δείκτες στα κόπρανα α1-αντιθρυψίνη, sIgA και καλπροτεκτίνη χρησιμοποιούνται συχνά ως δείκτες διαρρέοντος εντέρου. Βέβαια, οι δύο τελευταίοι αντιπροσωπεύουν φλεγμονώδεις δείκτες, γι 'αυτό δεν αυξάνονται ή αυξάνονται ελάχιστα κατά τη διάρκεια ισχαιμίας, στρες ή τοξικών διαρροών. Η α1-αντιθρυψίνη είναι μια μεγάλη πρωτεΐνη (54 KD) που παράγεται στο ήπαρ και περνά στα κόπρανα μόνο όταν διαταράσσεται ο εντερικός φραγμός. Αυξημένα επίπεδα στα κόπρανα υποδεικνύουν σοβαρή ανεπάρκεια του εντερικού φραγμού. Στην περίπτωση ηπιότερων διαταραχών του φραγμού, η α1-αντιθρυψίνη δεν είναι αρκετά ευαίσθητη, πιθανώς επειδή διασπάται από βακτηριακές πρωτεάσες στα κόπρανα.

Η εντερική πρωτεΐνη δέσμευσης λιπαρών οξέων FABP2 φαίνεται να είναι σήμερα ο καταλληλότερος δείκτης για τις διαταραχές του εντερικού φραγμού. Η FABP2 εμφανίζεται αποκλειστικά στο κυτταρόπλασμα των εντερικών επιθηλιακών κυττάρων (100% ειδική) και παίζει ρόλο στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων. Εάν το εντερικό επιθήλιο έχει υποστεί βλάβη, το FABP2 απελευθερώνεται στην κυκλοφορία και μπορεί να μετρηθεί στον ορό.

Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι το επίπεδο της I-FABP στον ορό είναι ένας βιοδείκτης για την εντερική διαπερατότητα και συσχετίζεται τόσο με την μορφολογικά ανιχνεύσιμη επιθηλιακή βλάβη όσο και με τη μέθοδο αναφοράς, την αναλογία λακτουλόζης/μαννιτόλης.

Οι ασθενείς με ενεργή κοιλιοκάκη έχουν αυξημένα επίπεδα FABP2 στον ορό. Το επίπεδο συσχετίζεται με τη σοβαρότητα της ατροφίας των λαχνών και το επίπεδο των αντισωμάτων IgA τρανσγλουταμινάσης και αυξάνεται με την κατανάλωση γλουτένης. Ως εκ τούτου, η FABP2 χρησιμεύει επίσης ως δείκτης συμμόρφωσης στην δίαιτα χωρίς γλουτένη.

Στην μη-κοιλιοκακική ευαισθησία στο σιτάρι / γλουτένη (NCWS), μπορούν να μετρηθούν αυξημένα επίπεδα FABP2, τα οποία ομαλοποιούνται με την κατάλληλη διατροφή. Η FABP2 συσχετίζεται σημαντικά με την LBP (πρωτεΐνη δέσμευσης λιποπολυσακχαριτών) και το διαλυτό CD14 (sCD14), έναν μη ειδικό δείκτη ενεργοποίησης των μονοκυττάρων. Η μέτρηση του sCD14 δεν αντικατοπτρίζει την διαταραχή στην εντερική διαπερατότητα, αλλά μάλλον συστηματική φλεγμονή. Η παράλληλη αύξηση των FABP2, sCD14 και LBP στην μη-κοιλιοκακική ευαισθησία στο σιτάρι / γλουτένη υποστηρίζει τη σύνδεση μεταξύ διαρρέοντος εντέρου και συστηματικής φλεγμονής λόγω της μετατόπισης μικροβιακών αντιγόνων από το έντερο.

Αυξημένα επίπεδα I-FABP στον ορό βρίσκονται επίσης στην μεσεντέριο ισχαιμία και τη νεκρωτική κολίτιδα.

Σε ασθενείς με κατάθλιψη, η FABP2 είναι σημαντικά αυξημένη και συσχετίζεται με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Αυτό υπογραμμίζει την ήδη γνωστή συσχέτιση της αυξημένης εντερικής διαπερατότητας με τα καταθλιπτικά συμπτώματα.

Τα επίπεδα της FABP2 στον ορό αυξάνεται σημαντικά με 60 λεπτά έντονης άσκησης σε εργομετρικό ποδήλατο και συσχετίζεται με την εντερική υποαιμάτωση. Αυτή η παρατήρηση δείχνει ότι η FABP2 απελευθερώνεται όχι μόνο όταν καταστρέφονται τα εντεροκύτταρα, αλλά και όταν αυξάνεται η εντερική διαπερατότητα λόγω των αλλαγών που σχετίζονται με το σωματικό στρες (όπως αυξημένη θερμοκρασία σώματος, οξειδωτικό στρες, διαταραχή της εντερικής κινητικότητας και μειωμένη σπλαχνική ροή αίματος).

Η FABP2 είναι μια πολύ σταθερή πρωτεΐνη και για αυτό αποτελεί μια αξιόπιστη εργαστηριακή παράμετρος. Δεδομένου ότι η FABP2 αποβάλλεται πάντα ενεργά από τον οργανισμό μέσω των νεφρών, η τρέχουσα μετρούμενη τιμή στον ορό αντικατοπτρίζει πάντα την καθημερινή της απελευθέρωση.

Ζονουλίνη

Ένας δείκτης στο αίμα (και τα κόπρανα) που έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως δείκτης διαρρέοντος εντέρου είναι η ζονουλίνη, μια πρωτεΐνη που εκκρίνεται από τα εντεροκύτταρα και ρυθμίζει το άνοιγμα των στενών συνδέσμων. Βακτήρια όπως η E. coli ή η Salmonella typhi και, τουλάχιστον σε ορισμένους ασθενείς, η γλιαδίνη προκαλούν την απελευθέρωση ζονουλίνης και έτσι ανοίγουν τις στενές συνδέσμους. Ως εκ τούτου, τα μετρήσιμα υψηλά επίπεδα ζονουλίνης θεωρούνται δείκτης για φλεγμονώδες διαρρέον έντερο. Ωστόσο, εάν υπάρχει σοβαρή βλάβη στο εντερικό επιθήλιο, μπορεί να μην εμφανιστεί αύξηση της ζονουλίνης λόγω της διαταραγμένης (μειωμένης) παραγωγής ζονουλίνης από τα κατεστραμμένα εντεροκύτταρα. Σε ασθενείς με HIV, τα χαμηλά επίπεδα ζονουλίνης σχετίζονται με αυξημένη θνησιμότητα, γεγονός που εξηγείται από το γεγονός ότι η εντερική επιθηλιακή λειτουργία είναι δραστικά μειωμένη σε αυτούς τους ασθενείς. Σε ασθενείς με κατάθλιψη, η ζονουλίνη πλάσματος μειώνεται ακόμη και παρά την αυξημένη FABP2.

Το γεγονός ότι μόνο μορφολογικά και λειτουργικά άθικτα εντεροκύτταρα εκκρίνουν ζονουλίνη θα μπορούσε να ευθύνεται όχι μόνο για τις χαμηλές τιμές σε σοβαρές παθήσεις, αλλά και για το γεγονός ότι διαφορετικές μελέτες δείχνουν αντιφατικά αποτελέσματα όσον αφορά τη συσχέτιση με γαστρεντερικές παθήσεις.

Φαίνεται ότι η μέτρηση της FABP2 αντί της ζονουλίνης, είναι προτιμότερη για τη διάγνωση του διαρρέοντος εντέρου.

Πολυμορφισμός γονιδίου FABP2

Γενετικές παραλλαγές στο γονίδιο FABP2 έχουν συσχετιστεί με διαφορές στην απορρόφηση και στο μεταβολισμό του λίπους. Ορισμένοι πολυμορφισμοί του γονιδίου FABP2 μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο παχυσαρκίας και σχετικών μεταβολικών καταστάσεων.

Share it