Οι β-Ντιφενσίνες (Defensins) αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος και συμβάλλουν με την αντιμικροβιακή τους δράση στην λειτουργία του φραγμού των εντερικών επιθηλιακών κυττάρων.
Οι ντιφενσίνες αντιπροσωπεύουν ένα αρχέγονο εξαιρετικά διατηρημένο μέρος του έμφυτου ανοσοποιητικού συστήματος. Τα περισσότερα από αυτά τα μικρά ενδογενή πεπτίδια έχουν ευρύ φάσμα αντιμικροβιακής δράσης καθώς και ανοσοτροποποιητικές λειτουργίες. Στον άνθρωπο, τα κοκκιοκύτταρα καθώς και τα κύτταρα Paneth εκκρίνουν διαφορετικές α-ντιφενσίνες, ενώ οι β-ντιφενσίνες εκφράζονται από τις επιθηλιακές επιφάνειες σε όλο το σώμα. Η β-ντιφενσίνη 2, αποτελείται από 64 αμινοξέα και έχει μοριακό βάρος 7 kDa.
Οι ντιφενσίνες ασκούν ποικίλο βαθμό αντιμικροβιακής δράσης έναντι βακτηρίων, μυκήτων και ορισμένων ιών με φάκελο. Οι ντιφενσίνες των σπονδυλωτών ταξινομούνται ως α- ή β-ντιφενσίνες, με βάση το είδος των δισουλφιδικών δεσμών τους. Έχουν βρεθεί εννέα ανθρώπινες ντιφενσίνες επιθηλιακής προέλευσης, τρεις από αυτές είναι β- ντιφενσίνες (HBD-1, -2 και -3). Η έκφραση των β-ντιφενσινών επάγεται από τις προφλεγμονώδεις κυτοκίνες και επίσης μέσω ορισμένων μικροοργανισμών (π.χ. E. coli, H. pylori ή P. aeruginosa).
Όπως φαίνεται in vitro, η β-ντιφενσίνη 2 έχει ισχυρές αντιμικροβιακές και ανοσοτροποποιητικές λειτουργίες και επάγεται από διάφορα φλεγμονώδη ερεθίσματα ή εξωγενείς μικροβιακές ουσίες. Η β-ντιφενσίνη 2 προάγει την επούλωση των εντερικών βλαβών και την αγγειογένεση in vitro και μπορεί να δράσει ως χημειοτακτικό ερέθισμα για τα δενδριτικά κύτταρα (DCs), τα μονοκύτταρα και τα Τ-κύτταρα μέσω αλληλεπίδρασης με τους υποδοχείς χημειοκινών 2 (CCR2) και 6 (CCR6). Έτσι, εκτός από την έλλειψη της αντιβακτηριδιακής δραστηριότητας στον εντερικό βλεννογόνο, η χαμηλή έκφραση της ντιφενσίνης μπορεί επίσης να μεταφραστεί σε μειωμένη αντιφλεγμονώδη δράση. Αυτά τα δεδομένα παρέχουν στοιχεία για τον σημαντικό ρόλο των ντιφενσινών, συμπεριλαμβανομένης της β-ντιφενσίνης 2, στην παθογένεση των φλεγμονωδών νοσημάτων του εντέρου (IBD) και στην πιθανή τους θεραπεία.
Η ανεπάρκεια β-ντιφενσίνης 2 μπορεί, για παράδειγμα, να παρατηρηθεί στον εντερικό βλεννογόνο ασθενών με νόσο του Crohn. Το αμυντικό σύστημα του εντερικού βλεννογόνου είναι επηρεασμένο και επιτρέπει την αυξημένη εισβολή βακτηρίων, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε μια τυπική λοίμωξη σε ασθενείς με νόσο του Crohn.