Η μέτρηση της οιστραδιόλης (Ε2) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αξιολόγησης της αναπαραγωγικής λειτουργίας των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της υπογονιμότητας, της ολιγομηνόρροιας και της αμηνόρροιας καθώς και της εμμηνόπαυσης. Επιπλέον, χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της επαγωγής της ωορρηξίας και κατά την προετοιμασία για εξωσωματική γονιμοποίηση.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η οιστραδιόλη είναι μία στεροειδής ορμόνη, ένα από τα τρία κύρια οιστρογόνα που υπάρχουν στον άνθρωπο και μάλιστα, το πιο δραστικό. Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, η οιστραδιόλη παράγεται κυρίως από τα ωοθυλάκια στις ωοθήκες από την μετατροπή (αρωματοποίηση) της τεστοστερόνης, ενώ επιπλέον ποσότητες οιστραδιόλης παράγονται με μετατροπή της τεστοστερόνης στους περιφερικούς ιστούς (εκτός ωοθηκών, κυρίως στα επινεφρίδια και τον λιπώδη ιστό). Οιστραδιόλη παράγεται επίσης και από τον πλακούντα. Η συγκέντρωση της οιστραδιόλης κορυφώνεται στο μέσο του έμμηνου κύκλου, σηματοδοτώντας την ωορρηξία, ακολουθούμενη από την ταχεία μείωση, με μια μικρότερη δευτερογενή αύξηση κατά τη διάρκεια της ωχρινικής φάσης. Στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, η οιστραδιόλη παρουσιάζει ημερήσιο (κιρκάδιο) ρυθμό όπου οι κορυφές τείνουν να εμφανίζονται νωρίς το πρωί. Ο χρόνος των κορυφών μετατοπίζεται αργότερα κατά τη διάρκεια της φάσης της εμμηνορρυσίας.
Στις γυναίκες, η οιστραδιόλη είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου, ενισχύοντας την ανάπτυξη των μαστών και επηρεάζοντας το σχήμα του σώματος, τα οστά, τις αρθρώσεις και την εναπόθεση λίπους. Η οιστρογονική δραστηριότητα πραγματοποιείται μέσω σύνδεσης της οιστραδιόλης με ειδικούς υποδοχείς, οι οποίοι μπορεί να ενεργοποιήσουν τις κατάλληλες αντιδράσεις στο επίπεδο του πυρήνα του κυττάρου στα όργανα και στους ιστούς-στόχους. Αυτοί οι ιστοί περιλαμβάνουν τα ωοθυλάκια, τη μήτρα, τον μαστό, τον κόλπο, την ουρήθρα, τον υποθάλαμο, την υπόφυση και σε μικρότερο βαθμό, το ήπαρ και το δέρμα.
Στους άνδρες και τα παιδιά προ-εφηβικής ηλικίας, η οιστραδιόλη προέρχεται κυρίως από τη μετατροπή των ανδρογόνων. Στους άνδρες παράγονται μικρές ποσότητες οιστραδιόλης και στους όρχεις, χωρίς όμως να υπάρχει ημερήσιος ρυθμός στην παραγωγή της.
Εκτός από το ρόλο της στη σεξουαλική και αναπαραγωγική λειτουργία, η οιστραδιόλη επηρεάζει και άλλα μέρη του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του καρδιαγγειακού συστήματος, του εγκεφάλου και του ανοσοποιητικού συστήματος. Η οιστραδιόλη έχει επίσης μελετηθεί για τις πολύ σημαντικές σχέσεις της με τους καρκίνους του μαστού, των ωοθηκών και του ενδομητρίου.
Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, η αύξηση της οιστραδιόλης σε σχέση με την προγεστερόνη, μια κατάσταση γνωστή ως «κυριαρχία οιστρογόνων», μπορεί να εξηγήσει πολλά συμπτώματα και σημεία, συμπεριλαμβανομένων της υπερπλασίας του ενδομητρίου, του προ-εμμηνορρησιακού συνδρόμου, της ινοκυστικής νόσου των μαστών και των ινομυωμάτων της μήτρας. Οι γυναίκες που βρίσκονται κοντά στην εμμηνόπαυση μπορεί επίσης να βιώσουν τα συμπτώματα της κυριαρχίας των οιστρογόνων και τα οποία περιλαμβάνουν αύξηση του βάρους, ινοκυστική νόσο των μαστών και ευαισθησία στο στήθος, ινομυώματα της μήτρας, ευερεθιστότητα και κατακράτηση νερού. Μετά την έναρξη της εμμηνόπαυσης, τα χαμηλά επίπεδα οιστραδιόλης οδηγούν στις εξάψεις, στις νυχτερινές εφιδρώσεις, στην ξηρότητα του κόλπου, σε διαταραχές του ύπνου, σε καρηβαρία και «ομιχλώδη» σκέψη και οστεοπενία ή οστεοπόρωση. Στους άνδρες, τα αυξημένα επίπεδα οιστραδιόλης σε σχέση με την τεστοστερόνη, οδηγούν σε θηλεοποίηση με εμφάνιση γυναικομαστίας και μπορεί να οδηγήσουν σε λειτουργική ανεπάρκεια της τεστοστερόνης.
Στο αίμα, μόνο το 1 έως 15% της οιστραδιόλης (συνήθως το 2-3%) βρίσκεται με την μη δεσμευμένη ή βιολογικά ενεργή μορφή της. Η υπόλοιπη οιστραδιόλη δεσμεύεται με τις πρωτεΐνες του ορού, κυρίως την σφαιρίνη δεσμεύουσα τις φυλετικές ορμόνες (SHBG) και σε μικρότερο βαθμό με την αλβουμίνη. Η μη δεσμευμένη οιστραδιόλη του ορού εισέρχεται στο σάλιο με τη βοήθεια ορισμένων ενδοκυτταρικών μηχανισμών. Στο σάλιο, το μεγαλύτερο ποσοστό της οιστραδιόλης δεν είναι συνδεδεμένο με πρωτεΐνες. Η συσχέτιση των μετρήσεων οιστραδιόλης σε δείγματα ορού και σάλιου είναι υψηλή.
Στο σάλιο η οιστραδιόλη βρίσκεται σε πολύ μικρές ποσότητες, περίπου το 1-5% της συνολικής ποσότητας οιστραδιόλης (δεσμευμένης στις πρωτεΐνες και ελεύθερης) από αυτή που κυκλοφορεί στον ορό του αίματος.
Οι μετρήσεις των ορμονών στο σάλιο αποτελούν μια άριστη επιλογή, επειδή η συλλογή του δείγματος είναι μη επεμβατική και εύκολη, χωρίς τις πιθανές επιπλοκές και την ταλαιπωρία της αιμοληψίας, ενώ εξασφαλίζεται απόλυτα η ευαισθησία και η ακρίβεια των μετρήσεων.